Anonymous

συνδέω: Difference between revisions

From LSJ
2,783 bytes added ,  5 August 2017
6_5
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] (s. δἐω), zusammenbinden, -fesseln; [[ὁππότε]] μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι, Il. 1, 399; von einer Wunde, verbinden, αὐτὴν δὲ ξυνέδησε σφενδόνῃ, Il. 13, 599; Od. 10, 168; τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν, Soph. Ai. 62; Phil. 1004; Ggstz λύειν, Eur. I. A. 110; ἣ φίλους ἀεὶ φίλοις συνδεῖ, Phoen. 541; u. in Prosa: ξυνδεῖν καὶ ξυνέχειν οὐδὲν οἴονται, Plat. Phaed. 99 c; καὶ ξυμπλέκειν, Polit. 309 b; συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας [[αὐτοῦ]], Euthyphr. 4 c; Folgde, wie Plut., oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] (s. δἐω), zusammenbinden, -fesseln; [[ὁππότε]] μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι, Il. 1, 399; von einer Wunde, verbinden, αὐτὴν δὲ ξυνέδησε σφενδόνῃ, Il. 13, 599; Od. 10, 168; τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν, Soph. Ai. 62; Phil. 1004; Ggstz λύειν, Eur. I. A. 110; ἣ φίλους ἀεὶ φίλοις συνδεῖ, Phoen. 541; u. in Prosa: ξυνδεῖν καὶ ξυνέχειν οὐδὲν οἴονται, Plat. Phaed. 99 c; καὶ ξυμπλέκειν, Polit. 309 b; συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας [[αὐτοῦ]], Euthyphr. 4 c; Folgde, wie Plut., oft.
}}
{{ls
|lstext='''συνδέω''': Ἀττ. ξυνδέω, μέλλ. -δήσω· -δένω [[ὁμοῦ]], ἐπὶ δύο ἢ πλειόνων πραγμάτων, συνέδεσα πόδας δεινοῖο πελώρου Ὀδ. Κ. 168· σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε [[δέον]] Χ. 189 [[οἶνος]] σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Ἡσ. Ἀποσπ. 43· τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Πλάτ. Εὐθύφρων 4C· γαυλούς τε Φοινικηΐους συνέδεε Ἡρόδ. 8. 97, πρβλ. Πολύβ. 1. 22, 9· δέλτον λύειν καὶ σ. Εὐρ. Ι. Α. 110. ― Παθ., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν Δημάδ. 180. 8· ἰσχία μὴ συνδεδεμένα, μὴ συνεσταλμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 16. 2) ἐπὶ προσώπων, δένω χεῖρας καὶ πόδας, ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι Ἰλ. Α. 399, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 119, Σοφ. Αἴ. 62, Φιλ. 1016, Εὐρ., κλπ.· [[λαγὼς]] αὐτὸς σ. ἑαυτόν, περιπλέκει ἑαυτόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ― Παθ., συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, συνεσφιγμένος, Ἰακώψιος εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 522. β) δένω [[τραῦμα]], σφενδόνῃ, διὰ σφενδόνης (ἴδε [[σφενδόνη]] ΙΙ, 1), Ἰλ. Ν. 599. 3) δένω μετά τινος, [[συνάπτω]] στενῶς, ἰσχυρῶς, τὴν ψυχὴν τῷ σώματι Πλάτ. Τίμ. 84A, πρβλ. 73Β, Συμπ. 202E, Θεαίτ. 160Β· [[ὡσαύτως]], τι ἀπό τινος Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 29 4) [[καθόλου]], [[συνδέω]], ἑνώνω, [[ἰσότης]] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 538. τὸ κοινὸν ξυνδεῖ τὰς πόλεις Πλάτ. Νόμ. 875A· ἡδονῆς καὶ λύπης [[κοινωνία]] ξυνδεῖ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 462Β· σ. καὶ συνέχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 99C· σ. τινα πενίᾳ, [[δεσμεύω]] μὲ τὴν πενίαν, Ἀλκίφρων 3. 49. ΙΙ. Μέσ., σύνδησαι πέπλους, περίζωσαι τὰ ἐνδύματά σου, Εὐρ. Ἀνδρ. 832 (κοινῶς πέπλοις)· εἰ ἐπίπεδον εἴη τὸ συνδεόμενον Τίμ. Λοκρ. 99A, Θεμίστρ. 59A. 2) [[συνδέομαι]] ἀμοιβαίως μετ’ ἄλλων, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἢ ἕνωσιν, Πλάτ. Πολιτ. 310Β.
}}
}}