3,277,243
edits
(13_7_1) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0253.png Seite 253]] att. auch 2 Endgn (νη – [[ἔπος]], εἰπεῖν) eigentlich vom ersten Kindesalter, wie infans, vom Kinde, das noch nicht sprechen kann, <b class="b2">unmündig</b>, νήπια τέκνα, Il. 2, 136, öfter; aber auch weiter hinausgehend, νήπιον, [[οὔπω]] εἰδόθ' ὁμοιΐου πολέμοιο, 9, 440; selten von jungen Thieren, νήπια τέκνα, 2, 311. 11, 113; auch νήπια allein, die Jungen, 17, 134. Dah. βία νηπίη, die schwache Kraft des Kindes, Il. 11, 561. – Häufig übertr. auf den Verstand, <b class="b2">kindisch</b>, unerfahren, <b class="b2">thöricht</b>, μέγα [[νήπιος]], 16, 46 Od. 9, 44, öfter bei Hes.; auch = ahnungslos, der Zukunft unkundig, Il. 22, 445; νήπια βάζεις, auch Pind. frg. 128; νήπιοι, P. 3, 82; νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, Aesch. Prom. 441; vgl. Soph. O. R. 652 El. 142; αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται, Eur. I. A. 1244, vgl. Med. 891; νήπιον εἰπεῖν τι, Ar. Nubb. 106; νηπίου δίκην, νηπίων φόβητρα, Plat. Ax. 365 c 367 a; und bei Sp., ὡς παιδίῳ νηπίῳ χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 29, 2; ἐκ νηπίων, von Jugend auf, 4, 20, 8; Luc. Halc. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0253.png Seite 253]] att. auch 2 Endgn (νη – [[ἔπος]], εἰπεῖν) eigentlich vom ersten Kindesalter, wie infans, vom Kinde, das noch nicht sprechen kann, <b class="b2">unmündig</b>, νήπια τέκνα, Il. 2, 136, öfter; aber auch weiter hinausgehend, νήπιον, [[οὔπω]] εἰδόθ' ὁμοιΐου πολέμοιο, 9, 440; selten von jungen Thieren, νήπια τέκνα, 2, 311. 11, 113; auch νήπια allein, die Jungen, 17, 134. Dah. βία νηπίη, die schwache Kraft des Kindes, Il. 11, 561. – Häufig übertr. auf den Verstand, <b class="b2">kindisch</b>, unerfahren, <b class="b2">thöricht</b>, μέγα [[νήπιος]], 16, 46 Od. 9, 44, öfter bei Hes.; auch = ahnungslos, der Zukunft unkundig, Il. 22, 445; νήπια βάζεις, auch Pind. frg. 128; νήπιοι, P. 3, 82; νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, Aesch. Prom. 441; vgl. Soph. O. R. 652 El. 142; αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται, Eur. I. A. 1244, vgl. Med. 891; νήπιον εἰπεῖν τι, Ar. Nubb. 106; νηπίου δίκην, νηπίων φόβητρα, Plat. Ax. 365 c 367 a; und bei Sp., ὡς παιδίῳ νηπίῳ χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 29, 2; ἐκ νηπίων, von Jugend auf, 4, 20, 8; Luc. Halc. 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νήπιος''': α, Ἰων. η, ον, καὶ ος, ον Λυκόφρ. 638· - ὁ ἐν μικρᾷ βρεφικῇ ἡλικίᾳ ὤν, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ [[οὔπω]] δυναμένου φέρειν ὅπλα, τοῦ [[λίαν]] νέου, νήπιον, [[οὔπω]] εἰδόθ’ ὁμοιίου πολέμοιο Ἰλ. Ι. 440· νήπια τέκνα Β. 136, κτλ.· οὕτω, τὸν [[οὔτε]] πρὶν νήπιον, νῦν τ’ ἐν ὅρκῳ καταίδεσαι μέγαν, τὸν [[οὔτε]] πρότερον [[μωρόν]], νῦν δὲ μέγαν [[ἕνεκα]] τοῦ ὅρκου σεβάσθητι (ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας), Σοφ. Ο. Τ. 652· [[βρέφος]] ἔτ’ [[ὄντα]] ν. Εὐρ. Ἴων 1399, πρβλ. Ἀνδρ. 755, κτλ.· νηπίους ἔτι ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 956· τὸ νήπιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D· ἡ τοῖς ν. ἁρμόττουσα [πλαταγὴ] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2· ἐκ νηπίου, ἐκ νηπιότητος, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, τὸ ἡδὺ ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Ἠθ. Νικ. 2. 3, 8· [[οὕτως]], ἐκ νηπίων Πολύβ. 4. 20, 8· 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, [[ἔνθα]] δ’ [[ἔσαν]] στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα Ἰλ. Β. 311, Λ. 113· [[ὡσαύτως]] μόνον νήπια, τὰ μικρὰ τέκνα ζῴου, τὰ νεογνά, Ρ. 134· - ὁ Θεόφρ. πρῶτος μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 7. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ διανοητικῆς καταστάσεως, [[παιδαριώδης]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· μέγα [[νήπιος]] Ἰλ. Π. 46, Ὀδ. Ι. 44· [[ὡσαύτως]] ὁ μὴ προνοῶν, τυφλὸς πρὸς τὸ μέλλον, Ἰλ. Χ. 445, Ὀδ. Ν. 237· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 3. 146, Αἰσχύλ. Πρ. 443, κτλ.· ν. ὅς... γονέων ἐπιλάθεται Σοφ. Ἠλ. 145: - ἐπὶ λέξεων, νήπια βάζειν Πινδ. Ἀποσπ. 128· νήπι’ ἀντὶ νηπίων Εὐρ. Μήδ. 891· μηδὲν εἴπῃς ν. Ἀριστοφ. Νεφ. 105. 2) ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, βίη δὲ τε νηπίη αὐτῶν, παιδική, οὐχὶ [[μεγάλη]], Ἰλ. Λ. 561. | |||
}} | }} |