3,277,243
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήπιος''': α, Ἰων. η, ον, καὶ ος, ον Λυκόφρ. 638· - ὁ ἐν μικρᾷ βρεφικῇ ἡλικίᾳ ὤν, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ [[οὔπω]] δυναμένου φέρειν ὅπλα, τοῦ [[λίαν]] νέου, νήπιον, [[οὔπω]] εἰδόθ’ ὁμοιίου πολέμοιο Ἰλ. Ι. 440· νήπια τέκνα Β. 136, κτλ.· οὕτω, τὸν [[οὔτε]] πρὶν νήπιον, νῦν τ’ ἐν ὅρκῳ καταίδεσαι μέγαν, τὸν [[οὔτε]] πρότερον [[μωρόν]], νῦν δὲ μέγαν [[ἕνεκα]] τοῦ ὅρκου σεβάσθητι (ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας), Σοφ. Ο. Τ. 652· [[βρέφος]] ἔτ’ [[ὄντα]] ν. Εὐρ. Ἴων 1399, πρβλ. Ἀνδρ. 755, κτλ.· νηπίους ἔτι ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 956· τὸ νήπιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D· ἡ τοῖς ν. ἁρμόττουσα [πλαταγὴ] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2· ἐκ νηπίου, ἐκ νηπιότητος, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, τὸ ἡδὺ ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Ἠθ. Νικ. 2. 3, 8· [[οὕτως]], ἐκ νηπίων Πολύβ. 4. 20, 8· 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, [[ἔνθα]] δ’ [[ἔσαν]] στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα Ἰλ. Β. 311, Λ. 113· [[ὡσαύτως]] μόνον νήπια, τὰ μικρὰ τέκνα ζῴου, τὰ νεογνά, Ρ. 134· - ὁ Θεόφρ. πρῶτος μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 7. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ διανοητικῆς καταστάσεως, [[παιδαριώδης]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· μέγα [[νήπιος]] Ἰλ. Π. 46, Ὀδ. Ι. 44· [[ὡσαύτως]] ὁ μὴ προνοῶν, τυφλὸς πρὸς τὸ μέλλον, Ἰλ. Χ. 445, Ὀδ. Ν. 237· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 3. 146, Αἰσχύλ. Πρ. 443, κτλ.· ν. ὅς... γονέων ἐπιλάθεται Σοφ. Ἠλ. 145: - ἐπὶ λέξεων, νήπια βάζειν Πινδ. Ἀποσπ. 128· νήπι’ ἀντὶ νηπίων Εὐρ. Μήδ. 891· μηδὲν εἴπῃς ν. Ἀριστοφ. Νεφ. 105. 2) ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, βίη δὲ τε νηπίη αὐτῶν, παιδική, οὐχὶ [[μεγάλη]], Ἰλ. Λ. 561. | |lstext='''νήπιος''': α, Ἰων. η, ον, καὶ ος, ον Λυκόφρ. 638· - ὁ ἐν μικρᾷ βρεφικῇ ἡλικίᾳ ὤν, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ [[οὔπω]] δυναμένου φέρειν ὅπλα, τοῦ [[λίαν]] νέου, νήπιον, [[οὔπω]] εἰδόθ’ ὁμοιίου πολέμοιο Ἰλ. Ι. 440· νήπια τέκνα Β. 136, κτλ.· οὕτω, τὸν [[οὔτε]] πρὶν νήπιον, νῦν τ’ ἐν ὅρκῳ καταίδεσαι μέγαν, τὸν [[οὔτε]] πρότερον [[μωρόν]], νῦν δὲ μέγαν [[ἕνεκα]] τοῦ ὅρκου σεβάσθητι (ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας), Σοφ. Ο. Τ. 652· [[βρέφος]] ἔτ’ [[ὄντα]] ν. Εὐρ. Ἴων 1399, πρβλ. Ἀνδρ. 755, κτλ.· νηπίους ἔτι ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 956· τὸ νήπιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D· ἡ τοῖς ν. ἁρμόττουσα [πλαταγὴ] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2· ἐκ νηπίου, ἐκ νηπιότητος, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, τὸ ἡδὺ ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Ἠθ. Νικ. 2. 3, 8· [[οὕτως]], ἐκ νηπίων Πολύβ. 4. 20, 8· 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, [[ἔνθα]] δ’ [[ἔσαν]] στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα Ἰλ. Β. 311, Λ. 113· [[ὡσαύτως]] μόνον νήπια, τὰ μικρὰ τέκνα ζῴου, τὰ νεογνά, Ρ. 134· - ὁ Θεόφρ. πρῶτος μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 7. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ διανοητικῆς καταστάσεως, [[παιδαριώδης]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· μέγα [[νήπιος]] Ἰλ. Π. 46, Ὀδ. Ι. 44· [[ὡσαύτως]] ὁ μὴ προνοῶν, τυφλὸς πρὸς τὸ μέλλον, Ἰλ. Χ. 445, Ὀδ. Ν. 237· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 3. 146, Αἰσχύλ. Πρ. 443, κτλ.· ν. ὅς... γονέων ἐπιλάθεται Σοφ. Ἠλ. 145: - ἐπὶ λέξεων, νήπια βάζειν Πινδ. Ἀποσπ. 128· νήπι’ ἀντὶ νηπίων Εὐρ. Μήδ. 891· μηδὲν εἴπῃς ν. Ἀριστοφ. Νεφ. 105. 2) ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, βίη δὲ τε νηπίη αὐτῶν, παιδική, οὐχὶ [[μεγάλη]], Ἰλ. Λ. 561. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>propr.</i> qui ne parle pas, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> qui est en bas âge;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> puéril, enfantin, sot ; fou;<br /><b>2</b> faible.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔπος]]. | |||
}} | }} |