Anonymous

τελευτάω: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_7_3)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] wie [[τελέω]], 1) vollenden, vallbringen, ins Werk setzen, eine begonnene Arbeit vollenden; Od. 5, 253 u. oft; [[ἐπεί]] ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, als er geschworen, d. i. die Eidesformel gesprochen und den Schwur vollzogen, durch die herkömmlichen Gebräuche so vollzogen hatte, daß er nun gültig war, Il. 14, 280 Od. 2, 378 u. sonst; ein Gebet, einen Wunsch erfüllen, ὡς ἄρ' ἔπειτ' ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα, 3, 62; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ, Il. 18, 328; [[ἐέλδωρ]], den Wunsch gewähren, 21, 200; ein Versprechen, εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης, 13, 375; τελευτᾶν τινι κακὸν [[ἦμαρ]], Einem einen Unglückstag in Erfüllung gehen lassen, bereiten, Od. 15, 324; vgl. ἁσύχιμον ὰμέραν [[ὁπότε]] τελευτάσομεν, Pind. Ol. 2, 33; τελεύτασεν πόνους Δαναοῖς, P. 1, 54; ὃς τάδε τελευτᾷ, Eur. Phoen. 1575; ἵν' εἰδῇς, οἷ τελευτήσω λόγον, Troad. 1029. – Pass. vollendet werden, in Erfüllung gehen, Hom., bei dem auch τελευτήσομαι als fut. pass. gilt; ὃ οὐποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, Il. 13, 100; [[τῇπερ]] δὴ καὶ [[ἔπειτα]] τελευτήσεσθαι ἐμελλεν, Od. 8, 510; [[πρίν]] γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι [[ἐέλδωρ]], Il. 15, 74; τελευτήσεταί τι καινὸν δόμοις, Eur. Hipp. 370. – 2) bes. mit und ohne βίον = das Leben endigen, sterben, Her. oft u. Folgde; ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα, Aesch. Ag. 903; Eur. Hec. 1682 u. öfter; auch in Prosa, wie Plat. Prot. 351 b; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα, Her. 1, 32. 9, 17. 27; auffallender τελευτᾶν τοῦ βίου, Xen. Cyr. 8, 7, 17; mit τελευτᾶν λόγου Thuc. 3, 56 zu vergleichen, wie sonst παύομαι u. [[λήγω]] construirt ist; τελευτᾶν ὑπό τινος, durch Einen sterben, von ihm getödtet werden, Her. 1, 39. 4, 78; τελευτῆσαι μάχῃ, Aesch. Spt. 599; ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν, Plat. Apol. 28 c; ζῶντι ἢ τετελευτηκότι, Theaet. 142 a, u. öfter. – 3) intr., zu Ende gehen, τελευτῶντος τοῦ χρόνου, Plat. Polit. 273 d; ein Ende nehmen, endigen, τελεύτασαν λόγων κορυφαί, sie haben ihre Erfüllung erreicht, Pind. Ol. 7, 68; Tragg.: πῶς οὖν τελευτᾷ βασιλέων [[νείκη]] τάδε, Aesch. Suppl. 294; κείνου θέλοντος εὖ τελευτήσει τάδε, 208 u. öfter; αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν, d. i. diesen Ausgang hatte das Glück, Her. 3, 125; ἐς τὴν Αἴγυπτον τελευτᾷ ἡ [[ἀκτή]], nach Aegypten hin endigt die Küste, 4, 39, vgl. 2, 39; auch übertr., τὸ [[κεφάλαιον]] ἐς τοῦτο τελευτᾷ, läuft darauf hinaus, Plat. Gorg. 453 a; vgl. ποῖ δὴ τελευτᾷ νῦν ἡμῖν [[οὗτος]] ὁ [[πατήρ]], Legg. I, 630 c; ἐκ τούτων ἀρχόμενοι τελευτῶσιν ἐπὶ τοῦτο, οὗ ἂν ἐπὶ σκέψιν ὁρμήσωσιν, Rep. VI, 501 d; u. so öfter im Ggstz von ἄρχομαι; Folgde, εἰς τί ποτ' ἐλπὶς ταῦτα τελευτῆσαι, Dem. 1, 14. – Das partic. praes. bei einem andern verb. finit. kann durch »endlich«, »zuletzt«, »am Ende« übersetzt werden, τελευτῶν εἶπε, zuletzt sagte er, er endigte seine Rede damit, vgl. Her. 3, 38; Thuc. 2, 51. 8, 81; Xen. An. 4, 5, 16. 6, 1, 8; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, es wären am Ende Schläge erfolgt, Soph. Ant. 261; τελευτῶν ἐπεσκόπει, Plat. Phaedr. 228 b; τελευτῶντες αὑτοῖς τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοξαν ἀμαθεῖς εἶναι, Theaet. 150 e, zuletzt schienen sie sich und Andern unverständig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] wie [[τελέω]], 1) vollenden, vallbringen, ins Werk setzen, eine begonnene Arbeit vollenden; Od. 5, 253 u. oft; [[ἐπεί]] ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, als er geschworen, d. i. die Eidesformel gesprochen und den Schwur vollzogen, durch die herkömmlichen Gebräuche so vollzogen hatte, daß er nun gültig war, Il. 14, 280 Od. 2, 378 u. sonst; ein Gebet, einen Wunsch erfüllen, ὡς ἄρ' ἔπειτ' ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα, 3, 62; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ, Il. 18, 328; [[ἐέλδωρ]], den Wunsch gewähren, 21, 200; ein Versprechen, εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης, 13, 375; τελευτᾶν τινι κακὸν [[ἦμαρ]], Einem einen Unglückstag in Erfüllung gehen lassen, bereiten, Od. 15, 324; vgl. ἁσύχιμον ὰμέραν [[ὁπότε]] τελευτάσομεν, Pind. Ol. 2, 33; τελεύτασεν πόνους Δαναοῖς, P. 1, 54; ὃς τάδε τελευτᾷ, Eur. Phoen. 1575; ἵν' εἰδῇς, οἷ τελευτήσω λόγον, Troad. 1029. – Pass. vollendet werden, in Erfüllung gehen, Hom., bei dem auch τελευτήσομαι als fut. pass. gilt; ὃ οὐποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, Il. 13, 100; [[τῇπερ]] δὴ καὶ [[ἔπειτα]] τελευτήσεσθαι ἐμελλεν, Od. 8, 510; [[πρίν]] γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι [[ἐέλδωρ]], Il. 15, 74; τελευτήσεταί τι καινὸν δόμοις, Eur. Hipp. 370. – 2) bes. mit und ohne βίον = das Leben endigen, sterben, Her. oft u. Folgde; ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα, Aesch. Ag. 903; Eur. Hec. 1682 u. öfter; auch in Prosa, wie Plat. Prot. 351 b; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα, Her. 1, 32. 9, 17. 27; auffallender τελευτᾶν τοῦ βίου, Xen. Cyr. 8, 7, 17; mit τελευτᾶν λόγου Thuc. 3, 56 zu vergleichen, wie sonst παύομαι u. [[λήγω]] construirt ist; τελευτᾶν ὑπό τινος, durch Einen sterben, von ihm getödtet werden, Her. 1, 39. 4, 78; τελευτῆσαι μάχῃ, Aesch. Spt. 599; ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν, Plat. Apol. 28 c; ζῶντι ἢ τετελευτηκότι, Theaet. 142 a, u. öfter. – 3) intr., zu Ende gehen, τελευτῶντος τοῦ χρόνου, Plat. Polit. 273 d; ein Ende nehmen, endigen, τελεύτασαν λόγων κορυφαί, sie haben ihre Erfüllung erreicht, Pind. Ol. 7, 68; Tragg.: πῶς οὖν τελευτᾷ βασιλέων [[νείκη]] τάδε, Aesch. Suppl. 294; κείνου θέλοντος εὖ τελευτήσει τάδε, 208 u. öfter; αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν, d. i. diesen Ausgang hatte das Glück, Her. 3, 125; ἐς τὴν Αἴγυπτον τελευτᾷ ἡ [[ἀκτή]], nach Aegypten hin endigt die Küste, 4, 39, vgl. 2, 39; auch übertr., τὸ [[κεφάλαιον]] ἐς τοῦτο τελευτᾷ, läuft darauf hinaus, Plat. Gorg. 453 a; vgl. ποῖ δὴ τελευτᾷ νῦν ἡμῖν [[οὗτος]] ὁ [[πατήρ]], Legg. I, 630 c; ἐκ τούτων ἀρχόμενοι τελευτῶσιν ἐπὶ τοῦτο, οὗ ἂν ἐπὶ σκέψιν ὁρμήσωσιν, Rep. VI, 501 d; u. so öfter im Ggstz von ἄρχομαι; Folgde, εἰς τί ποτ' ἐλπὶς ταῦτα τελευτῆσαι, Dem. 1, 14. – Das partic. praes. bei einem andern verb. finit. kann durch »endlich«, »zuletzt«, »am Ende« übersetzt werden, τελευτῶν εἶπε, zuletzt sagte er, er endigte seine Rede damit, vgl. Her. 3, 38; Thuc. 2, 51. 8, 81; Xen. An. 4, 5, 16. 6, 1, 8; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, es wären am Ende Schläge erfolgt, Soph. Ant. 261; τελευτῶν ἐπεσκόπει, Plat. Phaedr. 228 b; τελευτῶντες αὑτοῖς τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοξαν ἀμαθεῖς εἶναι, Theaet. 150 e, zuletzt schienen sie sich und Andern unverständig.
}}
{{ls
|lstext='''τελευτάω''': Ἰων. -έω, μέλλ. -ήσω, κλπ. - Παθ., μέσ. μέλλ. τελευτήσομαι ἀεὶ ἐν παθ. σημασ., Ἰλ. Ν. 100, Ὀδ. Θ. 510., Ι. 511, Εὐρ. Ἱππ. 370 (Λυρ.)· ἀόρ. ἐτελευτήθην. Τελειώνω, ἐκτελῶ, Λατ. perficere, παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται αὐτὸ οὐ μόνον ἐπὶ τελειώσεως ἔργου [[ὅπερ]] ἤρξατό τις, τελευτῆσαι τάδε ἔργα Ἰλ. Θ. 9· τ. ἃ μενοινᾷς Ὀδ. Β. 275 ἐπὴν [[ταῦτα]] τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς Α. 293, πρβλ. Β. 306., Ε. 253· τ. γάμον Ω 126· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἐκπληρώσεως ὅρκου ἢ εὐχῆς, ἐπιθυμίας ἢ ἐλπίδος, ἐέλδωρ τ. Φ. 200, πρβλ. Ἰλ. Ο. 74· τ. ὅσ’ ὑπέστης Ν. 375· οὐ [[Ζεὺς]] ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ Σ. 328· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκτελῶ ἀπειλήν, Ὀδ. Γ. 56, 62· ἀλλὰ τά γε [[Ζεὺς]] οἶδεν..., εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν [[ἦμαρ]] Ο. 524· οὕτω, τ. πόνους Δαναοῖς Πινδ. Π. Ι. 105, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1580· - οὕτω παρ’ Ἀττ., τ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1029· τὸ δ’ [[ἔνθεν]] ποῖ τελευτῆσαί με χρή; εἰς ποῖον [[τέλος]] πρέπει νὰ τὸ [[φέρω]]; Σοφ. Ο. Κ. 476· [[Ζεὺς]] ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ Εὐρ. Ἄλκ. 979, κλπ. - Παθητ., ἐκπληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]], ὡς ἐν τοῖς ἐν ἀρχῇ μνημονευθεῖσι χωρίοις, [[πρίν]] γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Ἰλ. Ο. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1218. 2) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, [[περαίνω]], ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, ἀφοῦ δὲ ὤμοσε καὶ ἐτελείωσε τὸν ὅρκον, Ὀδ. Β. 378, κλπ.· τ. ἀσύμιχον ἀμέραν, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, εἰρηνικὴν ἡμέραν, Πινδ. Ο. 2. 61 ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ’ ἐπὶ θύννον (ἐξυπακ. τὸ [[δεῖπνον]]) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 6. 3) [[μάλιστα]], τ. τὸν αἰῶνα, τελειώνω τὴν ζωήν, [[ἀποθνήσκω]], Ἡρόδ. 1. 32., 7. 17, κλπ.· τ. βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 929, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Εὐρ. Ἑκ. 419, Πλάτ.· τ. τὸν βίον ὑπό τινος, δηλ. φονεύομαι..., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ παύομαι, [[μετὰ]] γεν., [[ἐπειδὰν]] τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω Ξεν. Κύρ. 8. 7, 17· οὕτω, λόγου τ. Θουκ. 3. 59· ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη [[αὐτόθι]] 104. β) [[συχνάκις]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ βίον, τελειώνω τὴν ζωήν, [[ἀποθνήσκω]], Ἡρόδ. 1. 66., 3. 38, 40, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κλπ.· πρὶν τελευτήσαντ’ ἴδῃς, πρὶν ἴδῃς αὐτὸν νεκρόν, Σοφ. Ἀποσπ. 583b· τ. μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 617, πρβλ. 931· νούσῳ Ἡρόδ. 1. 161, κλπ.· γήραῖ ὁ αὐτ. 6. 24, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[θνήσκω]], τ. ὑπό τινος, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς ἢ ἐνεργείας ἄλλου, ὁ αὐτ. 1. 39., 4. 78., 6. 92· δόλῳ ὑπό τινος ὁ αὐτ. 4. 78· ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης ὁ αὐτ. 1. 39· ὑπ’ ἀλληλοφόνοις χερσὶν Αἰσχύλ. Θήβ. 930· ἐκ τῆς πληγῆς Πλάτ. Νόμ. 877Β, ΙΙ. ἀμεταβ. (ὡς ἀεὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημ. Ι. 3). 1) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, τ. [[ὄψις]] τοῦ ὀνείρου Ἡρόδ. 7. 47. 2) [[φθάνω]] εἰς [[τέλος]], τελειώνω, Λατ. finire, Πινδ. Ο. 7. 125, Αἰσχύλ. Ἀγ. 635, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ χρόνου, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους Θουκ. 2. 4, 32, κλπ.· ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., τ. ἡ [[ναυμαχία]] ἐς νύκτα ὁ αὐτ. 1. 51, κλπ.· ἢν ὁ [[πόλεμος]] κατὰ νόον τ. Ἡρόδ. 9. 45· εὖ τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 211· [[οὕτως]] τ. Θουκ. 1. 110, 138, κλπ. β) μετ’ ἐμπροθ. προσδιορ., τ. ἔς τι, [[φθάνω]] εἴς τι [[τέλος]], [[καταλήγω]] εἴς τι, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Ἡρόδ. 3. 125· τ. ἐς τωὐτὸ [[γράμμα]], [[καταλήγω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[γράμμα]], [[στοιχεῖον]], ὁ αὐτ. 1. 139, πρβλ. 2. 33., 4. 39, Θουκ. 2. 51., 4. 48, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173Β· ποῖ (= ἐς τί) τελευτᾶ; εἰς τί καταλήγει; ποῖον [[εἶναι]] τὸ [[τέλος]] του; Αἰσχύλ. Πέρσ. 735, πρβλ. Χο. 528, Πλάτ. Νόμ. 630C· [[ὡσαύτως]], τ. ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 510D, Συμπ. 211C· [[πρός]] τι Πολ. 552C· ἔν τινι Εὐρ. Βάκχ. 908. 3) [[ἀποθνήσκω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. 3. β. 4) ἡ μετοχ. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, ἦν ἐν χρήσει [[μετὰ]] ῥημάτων ὡς Ἐπίρρ. = ἐπὶ τέλους, ἐν τέλει, [[οἷον]] τελευτῶν ἔλεγε Ἡρόδ. 3. 75· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, καὶ θὰ ἐτελείωνε τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς συμπλοκήν, Σοφ. Ἀντ. 261· τελευτῶν ἐξεβλήθη Ἀριστοφ. Ἱππ. 524· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον, ἐπὶ τέλους ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51., πρβλ. 47· ἢν δέῃ τελευτῶντα καὶ τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Θουκ. 8. 81· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] [[μάλιστα]] καὶ μετ’ ἄλλης μετοχῆς, τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην... Θουκ. 6. 23· τελευτῶν δήσας, ἐπὶ τέλους δέσας αὐτόν, Λυσί. 142, 13, πρβλ. 125. 35. 5) ἐπὶ τοπικῶν ὁρίων καὶ τῶν τοιούτων, ᾗ τ. τὰ τῆς Λιβύης Ἡρόδ. 2. 148· τῇ ἡ Κνιδία ἐς τὴν ἤπειρον τ. ὁ αὐτ., 1. 174, πρβλ. 4. 39. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 546, 560 κἑξ., 870 κἑξ.
}}
}}