Anonymous

τελευτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελευτάω''': Ἰων. -έω, μέλλ. -ήσω, κλπ. - Παθ., μέσ. μέλλ. τελευτήσομαι ἀεὶ ἐν παθ. σημασ., Ἰλ. Ν. 100, Ὀδ. Θ. 510., Ι. 511, Εὐρ. Ἱππ. 370 (Λυρ.)· ἀόρ. ἐτελευτήθην. Τελειώνω, ἐκτελῶ, Λατ. perficere, παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται αὐτὸ οὐ μόνον ἐπὶ τελειώσεως ἔργου [[ὅπερ]] ἤρξατό τις, τελευτῆσαι τάδε ἔργα Ἰλ. Θ. 9· τ. ἃ μενοινᾷς Ὀδ. Β. 275 ἐπὴν [[ταῦτα]] τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς Α. 293, πρβλ. Β. 306., Ε. 253· τ. γάμον Ω 126· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἐκπληρώσεως ὅρκου ἢ εὐχῆς, ἐπιθυμίας ἢ ἐλπίδος, ἐέλδωρ τ. Φ. 200, πρβλ. Ἰλ. Ο. 74· τ. ὅσ’ ὑπέστης Ν. 375· οὐ [[Ζεὺς]] ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ Σ. 328· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκτελῶ ἀπειλήν, Ὀδ. Γ. 56, 62· ἀλλὰ τά γε [[Ζεὺς]] οἶδεν..., εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν [[ἦμαρ]] Ο. 524· οὕτω, τ. πόνους Δαναοῖς Πινδ. Π. Ι. 105, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1580· - οὕτω παρ’ Ἀττ., τ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1029· τὸ δ’ [[ἔνθεν]] ποῖ τελευτῆσαί με χρή; εἰς ποῖον [[τέλος]] πρέπει νὰ τὸ [[φέρω]]; Σοφ. Ο. Κ. 476· [[Ζεὺς]] ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ Εὐρ. Ἄλκ. 979, κλπ. - Παθητ., ἐκπληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]], ὡς ἐν τοῖς ἐν ἀρχῇ μνημονευθεῖσι χωρίοις, [[πρίν]] γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Ἰλ. Ο. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1218. 2) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, [[περαίνω]], ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, ἀφοῦ δὲ ὤμοσε καὶ ἐτελείωσε τὸν ὅρκον, Ὀδ. Β. 378, κλπ.· τ. ἀσύμιχον ἀμέραν, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, εἰρηνικὴν ἡμέραν, Πινδ. Ο. 2. 61 ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ’ ἐπὶ θύννον (ἐξυπακ. τὸ [[δεῖπνον]]) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 6. 3) [[μάλιστα]], τ. τὸν αἰῶνα, τελειώνω τὴν ζωήν, [[ἀποθνήσκω]], Ἡρόδ. 1. 32., 7. 17, κλπ.· τ. βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 929, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Εὐρ. Ἑκ. 419, Πλάτ.· τ. τὸν βίον ὑπό τινος, δηλ. φονεύομαι..., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ παύομαι, [[μετὰ]] γεν., [[ἐπειδὰν]] τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω Ξεν. Κύρ. 8. 7, 17· οὕτω, λόγου τ. Θουκ. 3. 59· ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη [[αὐτόθι]] 104. β) [[συχνάκις]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ βίον, τελειώνω τὴν ζωήν, [[ἀποθνήσκω]], Ἡρόδ. 1. 66., 3. 38, 40, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κλπ.· πρὶν τελευτήσαντ’ ἴδῃς, πρὶν ἴδῃς αὐτὸν νεκρόν, Σοφ. Ἀποσπ. 583b· τ. μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 617, πρβλ. 931· νούσῳ Ἡρόδ. 1. 161, κλπ.· γήραῖ ὁ αὐτ. 6. 24, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[θνήσκω]], τ. ὑπό τινος, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς ἢ ἐνεργείας ἄλλου, ὁ αὐτ. 1. 39., 4. 78., 6. 92· δόλῳ ὑπό τινος ὁ αὐτ. 4. 78· ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης ὁ αὐτ. 1. 39· ὑπ’ ἀλληλοφόνοις χερσὶν Αἰσχύλ. Θήβ. 930· ἐκ τῆς πληγῆς Πλάτ. Νόμ. 877Β, ΙΙ. ἀμεταβ. (ὡς ἀεὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημ. Ι. 3). 1) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, τ. [[ὄψις]] τοῦ ὀνείρου Ἡρόδ. 7. 47. 2) [[φθάνω]] εἰς [[τέλος]], τελειώνω, Λατ. finire, Πινδ. Ο. 7. 125, Αἰσχύλ. Ἀγ. 635, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ χρόνου, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους Θουκ. 2. 4, 32, κλπ.· ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., τ. ἡ [[ναυμαχία]] ἐς νύκτα ὁ αὐτ. 1. 51, κλπ.· ἢν ὁ [[πόλεμος]] κατὰ νόον τ. Ἡρόδ. 9. 45· εὖ τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 211· [[οὕτως]] τ. Θουκ. 1. 110, 138, κλπ. β) μετ’ ἐμπροθ. προσδιορ., τ. ἔς τι, [[φθάνω]] εἴς τι [[τέλος]], [[καταλήγω]] εἴς τι, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Ἡρόδ. 3. 125· τ. ἐς τωὐτὸ [[γράμμα]], [[καταλήγω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[γράμμα]], [[στοιχεῖον]], ὁ αὐτ. 1. 139, πρβλ. 2. 33., 4. 39, Θουκ. 2. 51., 4. 48, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173Β· ποῖ (= ἐς τί) τελευτᾶ; εἰς τί καταλήγει; ποῖον [[εἶναι]] τὸ [[τέλος]] του; Αἰσχύλ. Πέρσ. 735, πρβλ. Χο. 528, Πλάτ. Νόμ. 630C· [[ὡσαύτως]], τ. ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 510D, Συμπ. 211C· [[πρός]] τι Πολ. 552C· ἔν τινι Εὐρ. Βάκχ. 908. 3) [[ἀποθνήσκω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. 3. β. 4) ἡ μετοχ. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, ἦν ἐν χρήσει [[μετὰ]] ῥημάτων ὡς Ἐπίρρ. = ἐπὶ τέλους, ἐν τέλει, [[οἷον]] τελευτῶν ἔλεγε Ἡρόδ. 3. 75· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, καὶ θὰ ἐτελείωνε τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς συμπλοκήν, Σοφ. Ἀντ. 261· τελευτῶν ἐξεβλήθη Ἀριστοφ. Ἱππ. 524· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον, ἐπὶ τέλους ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51., πρβλ. 47· ἢν δέῃ τελευτῶντα καὶ τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Θουκ. 8. 81· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] [[μάλιστα]] καὶ μετ’ ἄλλης μετοχῆς, τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην... Θουκ. 6. 23· τελευτῶν δήσας, ἐπὶ τέλους δέσας αὐτόν, Λυσί. 142, 13, πρβλ. 125. 35. 5) ἐπὶ τοπικῶν ὁρίων καὶ τῶν τοιούτων, ᾗ τ. τὰ τῆς Λιβύης Ἡρόδ. 2. 148· τῇ ἡ Κνιδία ἐς τὴν ἤπειρον τ. ὁ αὐτ., 1. 174, πρβλ. 4. 39. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 546, 560 κἑξ., 870 κἑξ.
|lstext='''τελευτάω''': Ἰων. -έω, μέλλ. -ήσω, κλπ. - Παθ., μέσ. μέλλ. τελευτήσομαι ἀεὶ ἐν παθ. σημασ., Ἰλ. Ν. 100, Ὀδ. Θ. 510., Ι. 511, Εὐρ. Ἱππ. 370 (Λυρ.)· ἀόρ. ἐτελευτήθην. Τελειώνω, ἐκτελῶ, Λατ. perficere, παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται αὐτὸ οὐ μόνον ἐπὶ τελειώσεως ἔργου [[ὅπερ]] ἤρξατό τις, τελευτῆσαι τάδε ἔργα Ἰλ. Θ. 9· τ. ἃ μενοινᾷς Ὀδ. Β. 275 ἐπὴν [[ταῦτα]] τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς Α. 293, πρβλ. Β. 306., Ε. 253· τ. γάμον Ω 126· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἐκπληρώσεως ὅρκου ἢ εὐχῆς, ἐπιθυμίας ἢ ἐλπίδος, ἐέλδωρ τ. Φ. 200, πρβλ. Ἰλ. Ο. 74· τ. ὅσ’ ὑπέστης Ν. 375· οὐ [[Ζεὺς]] ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ Σ. 328· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκτελῶ ἀπειλήν, Ὀδ. Γ. 56, 62· ἀλλὰ τά γε [[Ζεὺς]] οἶδεν..., εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν [[ἦμαρ]] Ο. 524· οὕτω, τ. πόνους Δαναοῖς Πινδ. Π. Ι. 105, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1580· - οὕτω παρ’ Ἀττ., τ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1029· τὸ δ’ [[ἔνθεν]] ποῖ τελευτῆσαί με χρή; εἰς ποῖον [[τέλος]] πρέπει νὰ τὸ [[φέρω]]; Σοφ. Ο. Κ. 476· [[Ζεὺς]] ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ Εὐρ. Ἄλκ. 979, κλπ. - Παθητ., ἐκπληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]], ὡς ἐν τοῖς ἐν ἀρχῇ μνημονευθεῖσι χωρίοις, [[πρίν]] γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Ἰλ. Ο. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1218. 2) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, [[περαίνω]], ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, ἀφοῦ δὲ ὤμοσε καὶ ἐτελείωσε τὸν ὅρκον, Ὀδ. Β. 378, κλπ.· τ. ἀσύμιχον ἀμέραν, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, εἰρηνικὴν ἡμέραν, Πινδ. Ο. 2. 61 ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ’ ἐπὶ θύννον (ἐξυπακ. τὸ [[δεῖπνον]]) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 6. 3) [[μάλιστα]], τ. τὸν αἰῶνα, τελειώνω τὴν ζωήν, [[ἀποθνήσκω]], Ἡρόδ. 1. 32., 7. 17, κλπ.· τ. βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 929, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Εὐρ. Ἑκ. 419, Πλάτ.· τ. τὸν βίον ὑπό τινος, δηλ. φονεύομαι..., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ παύομαι, [[μετὰ]] γεν., [[ἐπειδὰν]] τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω Ξεν. Κύρ. 8. 7, 17· οὕτω, λόγου τ. Θουκ. 3. 59· ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη [[αὐτόθι]] 104. β) [[συχνάκις]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ βίον, τελειώνω τὴν ζωήν, [[ἀποθνήσκω]], Ἡρόδ. 1. 66., 3. 38, 40, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κλπ.· πρὶν τελευτήσαντ’ ἴδῃς, πρὶν ἴδῃς αὐτὸν νεκρόν, Σοφ. Ἀποσπ. 583b· τ. μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 617, πρβλ. 931· νούσῳ Ἡρόδ. 1. 161, κλπ.· γήραῖ ὁ αὐτ. 6. 24, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[θνήσκω]], τ. ὑπό τινος, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς ἢ ἐνεργείας ἄλλου, ὁ αὐτ. 1. 39., 4. 78., 6. 92· δόλῳ ὑπό τινος ὁ αὐτ. 4. 78· ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης ὁ αὐτ. 1. 39· ὑπ’ ἀλληλοφόνοις χερσὶν Αἰσχύλ. Θήβ. 930· ἐκ τῆς πληγῆς Πλάτ. Νόμ. 877Β, ΙΙ. ἀμεταβ. (ὡς ἀεὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημ. Ι. 3). 1) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, τ. [[ὄψις]] τοῦ ὀνείρου Ἡρόδ. 7. 47. 2) [[φθάνω]] εἰς [[τέλος]], τελειώνω, Λατ. finire, Πινδ. Ο. 7. 125, Αἰσχύλ. Ἀγ. 635, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ χρόνου, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους Θουκ. 2. 4, 32, κλπ.· ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., τ. ἡ [[ναυμαχία]] ἐς νύκτα ὁ αὐτ. 1. 51, κλπ.· ἢν ὁ [[πόλεμος]] κατὰ νόον τ. Ἡρόδ. 9. 45· εὖ τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 211· [[οὕτως]] τ. Θουκ. 1. 110, 138, κλπ. β) μετ’ ἐμπροθ. προσδιορ., τ. ἔς τι, [[φθάνω]] εἴς τι [[τέλος]], [[καταλήγω]] εἴς τι, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Ἡρόδ. 3. 125· τ. ἐς τωὐτὸ [[γράμμα]], [[καταλήγω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[γράμμα]], [[στοιχεῖον]], ὁ αὐτ. 1. 139, πρβλ. 2. 33., 4. 39, Θουκ. 2. 51., 4. 48, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173Β· ποῖ (= ἐς τί) τελευτᾶ; εἰς τί καταλήγει; ποῖον [[εἶναι]] τὸ [[τέλος]] του; Αἰσχύλ. Πέρσ. 735, πρβλ. Χο. 528, Πλάτ. Νόμ. 630C· [[ὡσαύτως]], τ. ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 510D, Συμπ. 211C· [[πρός]] τι Πολ. 552C· ἔν τινι Εὐρ. Βάκχ. 908. 3) [[ἀποθνήσκω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. 3. β. 4) ἡ μετοχ. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, ἦν ἐν χρήσει [[μετὰ]] ῥημάτων ὡς Ἐπίρρ. = ἐπὶ τέλους, ἐν τέλει, [[οἷον]] τελευτῶν ἔλεγε Ἡρόδ. 3. 75· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, καὶ θὰ ἐτελείωνε τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς συμπλοκήν, Σοφ. Ἀντ. 261· τελευτῶν ἐξεβλήθη Ἀριστοφ. Ἱππ. 524· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον, ἐπὶ τέλους ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51., πρβλ. 47· ἢν δέῃ τελευτῶντα καὶ τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Θουκ. 8. 81· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] [[μάλιστα]] καὶ μετ’ ἄλλης μετοχῆς, τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην... Θουκ. 6. 23· τελευτῶν δήσας, ἐπὶ τέλους δέσας αὐτόν, Λυσί. 142, 13, πρβλ. 125. 35. 5) ἐπὶ τοπικῶν ὁρίων καὶ τῶν τοιούτων, ᾗ τ. τὰ τῆς Λιβύης Ἡρόδ. 2. 148· τῇ ἡ Κνιδία ἐς τὴν ἤπειρον τ. ὁ αὐτ., 1. 174, πρβλ. 4. 39. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 546, 560 κἑξ., 870 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐτελεύτων, <i>f.</i> τελευτήσω, <i>ao.</i> ἐτελεύτησα, <i>pf.</i> τετελεύτηκα, <i>pqp.</i> ἐτετελευτήκειν;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτελευτήθην, <i>f. et pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> finir, achever : ὅρκον IL achever de prononcer un serment ; τὸν βίον HDT, τὸν αἰῶνα HDT terminer la vie, mourir ; avec un gén. : λόγου τελευτᾶν THC terminer, conclure un discours ; ἐτελεύτα [[τοῦ]] ἐπαῖνου [[ἐς]] [[τάδε]] τὰ ἔπη THC il termina son éloge par ces vers;<br /><b>2</b> réaliser, exécuter, accomplir : τ. [[τάδε]] ἔργα IL achever cette œuvre ; γάμον OD conclure un mariage ; τ. τινι κακὸν [[ἦμαρ]] OD terminer la vie, faire mourir ; εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα OD accorder cela aux suppliants ; [[εἰ]] πάντα τελευτήσεις ἃ ὑπέστης IL si tu accomplis tout ce à quoi tu t’es engagé ; <i>Pass.</i> être accompli, survenir, arriver ; s’accomplir, se réaliser;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> finir, avoir une fin, prendre fin :<br /><b>1</b> <i>en parl. du temps</i> finir son cours;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’actions, de situations</i> finir, s’achever, achever son cours, aboutir : [[εὖ]] τ. ESCHL bien finir ; [[οὕτως]] ἐτελεύτησε THC les affaires eurent une telle issue ; τελευτᾶν [[ἐπί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] aboutir à qch ; <i>en parl. d’un songe</i> s’accomplir;<br /><b>3</b> <i>en parl. de pers.</i> mourir, périr, être tué : νούσῳ τ. HDT mourir d’une maladie ; τ. γήραϊ HDT mourir de caducité, dans un grand âge ; τ. μάχῃ ESCHL trouver la mort dans un combat ; τ. ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης HDT périr par un tranchant de fer;<br /><b>4</b> cesser de parler : [[καλῶς]] τελευτᾷς SOPH tu parles bien, la conclusion de ton discours est bonne ; [[ἐς]] τὴν ἐτελεύτων καταλέγων [[τὰς]] [[πόλις]] HDT avec laquelle je terminai dans l’énumération des villes, <i>càd</i> que je nommai en dernier lieu dans l’énumération des villes;<br /><b>5</b> <i>en parl. des <i>pers.</i> ou des situations, on emploie le part.</i> τελευτῶν, ῶσα, ῶν <i>adv. au sens de</i> « à la fin, enfin, en dernier lieu » : τελευτῶν ἔλεγε HDT à la fin il dit ; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα SOPH et l’on aurait fini par en venir aux coups;<br /><b>6</b> <i>en parl. de lieux, de pays, de fleuves</i> se terminer, prendre fin, cesser : τῆς δὲ γωνίης τελευτῶντος [[τοῦ]] Λαβυρίνθου ἔχεται [[πυραμίς]] HDT au coin formé par l’angle du labyrinthe confine une pyramide ; <i>de même en parl. de mots</i> τελευτᾶν [[ἐς]] [[γράμμα]] HDT se terminer par une lettre.<br />'''Étymologie:''' [[τελευτή]].
}}
}}