Anonymous

διαπρύσιος: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_7_2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0598.png Seite 598]] α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, <b class="b2">hindurchdringend</b>; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von [[διαπρό]] ab; es ist vielmehr wohl aus διαπεράσιοσ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von [[διαπεράω]], hindurchdringen. Vgl. [[διαμπερές]]. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 <b class="b2">διαπρύσιον</b>· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] [[ὑλήεις]], πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα ἴσχει, [[ἄφαρ]] δέ τε πᾶσι [[ῥόον]] [[πεδίονδε]] τίθησιν πλάζων· [[οὐδέ]] τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene <b class="b2">weit hinein ragender</b> Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 [[Νεοπτόλεμος]] δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich <b class="b2">weithin erstreckende, weite, große</b> Land; – δ. κιθαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; [[ὄτοβος]], vom Donner, Soph. Tr. 781; [[κέλαδος]] Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber [[κεραϊστής]], <b class="b2">weit</b> berühmt od. <b class="b2">durchtrieben</b>, H. h. Merc. 336; [[πόλεμος]], <b class="b2">heftig</b>, D. L. 2, 143.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0598.png Seite 598]] α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, <b class="b2">hindurchdringend</b>; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von [[διαπρό]] ab; es ist vielmehr wohl aus διαπεράσιοσ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von [[διαπεράω]], hindurchdringen. Vgl. [[διαμπερές]]. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 <b class="b2">διαπρύσιον</b>· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] [[ὑλήεις]], πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα ἴσχει, [[ἄφαρ]] δέ τε πᾶσι [[ῥόον]] [[πεδίονδε]] τίθησιν πλάζων· [[οὐδέ]] τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene <b class="b2">weit hinein ragender</b> Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 [[Νεοπτόλεμος]] δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich <b class="b2">weithin erstreckende, weite, große</b> Land; – δ. κιθαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; [[ὄτοβος]], vom Donner, Soph. Tr. 781; [[κέλαδος]] Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber [[κεραϊστής]], <b class="b2">weit</b> berühmt od. <b class="b2">durchtrieben</b>, H. h. Merc. 336; [[πόλεμος]], <b class="b2">heftig</b>, D. L. 2, 143.
}}
{{ls
|lstext='''διαπρύσιος''': [ῠ], -α, -ον, διαπεραστικός, [[ὀξύς]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, [[λόφος]] ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, [[τόθι]] πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ [[διάτορος]], ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· [[ὄτοβος]] Σοφ. Ο. Κ. 1479· [[κέλαδος]] Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. [[κεραϊστής]], φανερὸς [[κλέπτης]] (κατ’ ἄλλ. [[κλέπτης]] εἰσχωρῶν [[πανταχόσε]]), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. [[πόλεμος]], φανερὸς ἢ σφοδρὸς [[πόλεμος]]. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]], διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου· πρβλ. [[διαμπερές]]).
}}
}}