Anonymous

διαπρύσιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπρύσιος''': [ῠ], -α, -ον, διαπεραστικός, [[ὀξύς]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, [[λόφος]] ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, [[τόθι]] πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ [[διάτορος]], ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· [[ὄτοβος]] Σοφ. Ο. Κ. 1479· [[κέλαδος]] Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. [[κεραϊστής]], φανερὸς [[κλέπτης]] (κατ’ ἄλλ. [[κλέπτης]] εἰσχωρῶν [[πανταχόσε]]), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. [[πόλεμος]], φανερὸς ἢ σφοδρὸς [[πόλεμος]]. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]], διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου· πρβλ. [[διαμπερές]]).
|lstext='''διαπρύσιος''': [ῠ], -α, -ον, διαπεραστικός, [[ὀξύς]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, [[λόφος]] ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, [[τόθι]] πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ [[διάτορος]], ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· [[ὄτοβος]] Σοφ. Ο. Κ. 1479· [[κέλαδος]] Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. [[κεραϊστής]], φανερὸς [[κλέπτης]] (κατ’ ἄλλ. [[κλέπτης]] εἰσχωρῶν [[πανταχόσε]]), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. [[πόλεμος]], φανερὸς ἢ σφοδρὸς [[πόλεμος]]. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]], διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου· πρβλ. [[διαμπερές]]).
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui pénètre profondément :<br /><b>1</b> <i>adv.</i> • διαπρύσιον IL en se prolongeant en avant;<br /><b>2</b> <i>en parl. du son</i> pénétrant, perçant ; <i>adv.</i> • διαπρύσιον IL avec un cri perçant.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[διαπείρω]].
}}
}}