Anonymous

μεθέπω: Difference between revisions

From LSJ
2,152 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_7_1)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. ἕπω), ep. aor. μετέσπον, μετασπεῖν, hinter Einem geschäftig sein, <b class="b2">verfolgen</b>, nachsetzen, ποσσὶ κραιπνοῖσι μετασπών, Il. 17, 190 Od. 14, 33, u. eben so im med., ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρί, Il. 13, 567; – auch trans. mit doppeltem acc., Τυδείδην μέθεπεν κρατερώνυχας ἵππους, er trieb die Pferde auf den Diomedes los, Il. 5, 329 (vgl. ἐφέπειν). – Im allgemeinen Sinne, verfolgen, nachtrachten, mit den Augen aufsuchen, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν, Il. 8, 126; auch νέον μεθέπεις; suchst du mich auf, bist du zum ersten Male hier zum Besuch? Od. 1, 175; – übertr., ein Geschäft eifrig betreiben, [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων, Pind. P. 2, 37; auch ταύταν μεθέπων [[Διόθεν]] αἶσαν, N. 6, 13; ib. 59 sagt er ἑκόντι νώτῳ μεθέπων [[ἄχθος]], die Last auf den Rücken nehmend; γεωπονίην, Phocyl. 149; – οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε, nachfolgen, gehorchen, Soph. El. 1041. – Einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. ἕπω), ep. aor. μετέσπον, μετασπεῖν, hinter Einem geschäftig sein, <b class="b2">verfolgen</b>, nachsetzen, ποσσὶ κραιπνοῖσι μετασπών, Il. 17, 190 Od. 14, 33, u. eben so im med., ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρί, Il. 13, 567; – auch trans. mit doppeltem acc., Τυδείδην μέθεπεν κρατερώνυχας ἵππους, er trieb die Pferde auf den Diomedes los, Il. 5, 329 (vgl. ἐφέπειν). – Im allgemeinen Sinne, verfolgen, nachtrachten, mit den Augen aufsuchen, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν, Il. 8, 126; auch νέον μεθέπεις; suchst du mich auf, bist du zum ersten Male hier zum Besuch? Od. 1, 175; – übertr., ein Geschäft eifrig betreiben, [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων, Pind. P. 2, 37; auch ταύταν μεθέπων [[Διόθεν]] αἶσαν, N. 6, 13; ib. 59 sagt er ἑκόντι νώτῳ μεθέπων [[ἄχθος]], die Last auf den Rücken nehmend; γεωπονίην, Phocyl. 149; – οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε, nachfolgen, gehorchen, Soph. El. 1041. – Einzeln bei Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μεθέπω''': παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. [[μετασπόμενος]]. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ [[μετὰ]] δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι [[μετὰ]] ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) [[ἐπισκέπτομαι]], [[ὑπάγω]] εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. [[ψεῦδος]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. [[ἄχθος]] νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων [[φορτίον]] ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, [[αὐτόθι]] 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω [[ἐφέπω]]. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., [[αἶψα]] δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «[[αὐτίκα]] δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.
}}
}}