Anonymous

μεθέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθέπω''': παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. [[μετασπόμενος]]. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ [[μετὰ]] δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι [[μετὰ]] ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) [[ἐπισκέπτομαι]], [[ὑπάγω]] εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. [[ψεῦδος]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. [[ἄχθος]] νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων [[φορτίον]] ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, [[αὐτόθι]] 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω [[ἐφέπω]]. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., [[αἶψα]] δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «[[αὐτίκα]] δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.
|lstext='''μεθέπω''': παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. [[μετασπόμενος]]. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ [[μετὰ]] δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι [[μετὰ]] ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) [[ἐπισκέπτομαι]], [[ὑπάγω]] εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. [[ψεῦδος]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. [[ἄχθος]] νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων [[φορτίον]] ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, [[αὐτόθι]] 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω [[ἐφέπω]]. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., [[αἶψα]] δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «[[αὐτίκα]] δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> μεθεῖπον, <i>f.</i> μεθέψω, <i>ao.2</i> [[μετέσπον]] &gt; <i>inf.</i> μετασπεῖν, <i>part.</i> [[μετασπών]];<br /><b>I.</b> <i>avec un seul acc.</i>;<br /><b>1</b> suivre, poursuivre, <i>abs.</i><br /><b>2</b> se mettre à la recherche de : ἡνίοχον IL d’un conducteur de char;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> se mettre à la poursuite de, poursuivre, entreprendre, se charger de, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec deux acc.</i> : lancer à la poursuite de : Τυδείδην μέθεπεν ἵππους IL il lança ses chevaux à la poursuite du fils de Tydée;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθέπομαι (<i>f.</i> μεθέψομαι, <i>ao.2</i> μετεσπόμην);<br /><b>1</b> suivre, poursuivre, acc.;<br /><b>2</b> obéir à, écouter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕπω]].
}}
}}