Anonymous

δαρδάπτω: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] <b class="b2">zerreißen</b>; reduplicirte Nebenform von [[δάπτω]], vgl. [[ἀταρτηρός]] [[ἀτηρός]]. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι [[φειδώ]]. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ [[πόθος]] Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] <b class="b2">zerreißen</b>; reduplicirte Nebenform von [[δάπτω]], vgl. [[ἀταρτηρός]] [[ἀτηρός]]. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι [[φειδώ]]. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ [[πόθος]] Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.
}}
{{ls
|lstext='''δαρδάπτω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δάπτω]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.
}}
}}