Anonymous

δαρδάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαρδάπτω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δάπτω]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.
|lstext='''δαρδάπτω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δάπτω]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.
}}
{{bailly
|btext=déchirer ; dévorer <i>au pr. et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' cf. [[δάπτω]].
}}
}}