Anonymous

ἱκέτης: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_7_1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; [[ἀνήρ]], Il. 24, 158; [[ἱκέτης]] δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; [[αἰδοῖος]] 7, 165; neben [[ξένος]] 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie [[ξένος]] den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; [[ἔρχομαι]] [[σέθεν]] Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων [[ἱκέτης]] ὅδ' [[ἀνήρ]] Aesch. Eum. 547; δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν Eur. Heracl. 33; θεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς [[ἱκέτης]] γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; [[ἀνήρ]], Il. 24, 158; [[ἱκέτης]] δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; [[αἰδοῖος]] 7, 165; neben [[ξένος]] 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie [[ξένος]] den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; [[ἔρχομαι]] [[σέθεν]] Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων [[ἱκέτης]] ὅδ' [[ἀνήρ]] Aesch. Eum. 547; δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν Eur. Heracl. 33; θεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς [[ἱκέτης]] γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.
}}
{{ls
|lstext='''ἱκέτης''': ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς [[ὅστις]] θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ἐξαγνισθῇ [[μετὰ]] ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, [[ἀνήρ]] [[ἱκέτης]] Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ [[τοιοῦτος]] ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο [[ἄξιος]] σεβασμοῦ ([[αἰδοῖος]]) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. [[σέθεν]] [[ἔρχομαι]] Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. [[ἱκέτης]] ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ [[λόγος]] [[ὅπως]] ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - [[ἱκτήρ]], [[ἵκτωρ]], [[προσίκτωρ]], προστροπαῖος [[εἶναι]] λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε [[Ἰξίων]]. - Πρβλ. [[ἱκέτις]], [[ἵκτης]].
}}
}}