3,277,759
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱκέτης''': ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς [[ὅστις]] θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ἐξαγνισθῇ [[μετὰ]] ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, [[ἀνήρ]] [[ἱκέτης]] Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ [[τοιοῦτος]] ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο [[ἄξιος]] σεβασμοῦ ([[αἰδοῖος]]) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. [[σέθεν]] [[ἔρχομαι]] Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. [[ἱκέτης]] ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ [[λόγος]] [[ὅπως]] ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - [[ἱκτήρ]], [[ἵκτωρ]], [[προσίκτωρ]], προστροπαῖος [[εἶναι]] λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε [[Ἰξίων]]. - Πρβλ. [[ἱκέτις]], [[ἵκτης]]. | |lstext='''ἱκέτης''': ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς [[ὅστις]] θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ἐξαγνισθῇ [[μετὰ]] ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, [[ἀνήρ]] [[ἱκέτης]] Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ [[τοιοῦτος]] ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο [[ἄξιος]] σεβασμοῦ ([[αἰδοῖος]]) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. [[σέθεν]] [[ἔρχομαι]] Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. [[ἱκέτης]] ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ [[λόγος]] [[ὅπως]] ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - [[ἱκτήρ]], [[ἵκτωρ]], [[προσίκτωρ]], προστροπαῖος [[εἶναι]] λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε [[Ἰξίων]]. - Πρβλ. [[ἱκέτις]], [[ἵκτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui vient en suppliant, suppliant ; [[ἱκέτης]] τινός, qui vient en suppliant auprès de qqn, <i>ou au contr.</i> qui vient supplier pour qqn <i>ou</i> pour qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, venir, v. [[ἱκνέομαι]]. | |||
}} | }} |