Anonymous

πάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1,688 bytes added ,  5 August 2017
6_23
(13_6a)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] sich erwerben, davon) perf. [[πέπαμαι]], ich habe mir erworben, <b class="b2">ich besitze</b>; Pind. εἴ τις ἐσλὰ πέπαται, P. 8, 76; frg. 72; Ar. Av. 943; χρήματα πεπᾶσθαι, Solon 5, 7; γαμβρὸν πεπᾶσθαι, Eur. Andr. 642; fut. πάσεται, Aesch. Eum. 169; aor. ἐπᾶσάμην, Theogn. 146 u. Theocr. 15, 90. Auch Xen. hat πεπαμένος, An. 5, 9, 12, πέπανται, 3, 3, 18, ἐπέπατο, 1, 9, 19; ein fut. πεπάσεται hat Pempel. bei Stob. fl. 79, 52. – Der aor. ἐπᾰσάμην mit dem perf. πέπασμαι gehören zu [[πατέομαι]], w. m. s. – Vgl. παμοῦχος, [[πολυπάμων]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] sich erwerben, davon) perf. [[πέπαμαι]], ich habe mir erworben, <b class="b2">ich besitze</b>; Pind. εἴ τις ἐσλὰ πέπαται, P. 8, 76; frg. 72; Ar. Av. 943; χρήματα πεπᾶσθαι, Solon 5, 7; γαμβρὸν πεπᾶσθαι, Eur. Andr. 642; fut. πάσεται, Aesch. Eum. 169; aor. ἐπᾶσάμην, Theogn. 146 u. Theocr. 15, 90. Auch Xen. hat πεπαμένος, An. 5, 9, 12, πέπανται, 3, 3, 18, ἐπέπατο, 1, 9, 19; ein fut. πεπάσεται hat Pempel. bei Stob. fl. 79, 52. – Der aor. ἐπᾰσάμην mit dem perf. πέπασμαι gehören zu [[πατέομαι]], w. m. s. – Vgl. παμοῦχος, [[πολυπάμων]].
}}
{{ls
|lstext='''πάομαι''': μέλλ. [[πάσομαι]] [ᾱ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 177· μετ’ ἀναδιπλασ. πεπάσομαι Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 54: ἀόρ ἐπᾱσάμην Θέογν. 146, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 213, Θεόκρ.· ἀποθετ.· ― ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει καὶ παρὰ Ξενοφ.), [[λαμβάνω]], κτῶμαι, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, ἀγόρασον καὶ διάτασσε, δηλ. δίδε διαταγὰς εἰς τοὺς ἰδικοὺς σου δούλους, Θεόκρ. 15. 90· ἀλλὰ [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, Πινδ. Π. 8. 103, Ἀποσπ. 72, Εὐρ. Ἴων 675, Ἀριστοφ. Ὄρν. 943, γ΄ πληθ. πέπανται Ξεν. Ἀν. 3. 3, 18: ἀπαρ. πεπᾶσθαι Σόλων 12. 7, Εὐρ. Ἀνδρ. 641, Θεόκρ. 10. 32: μετοχ. πεπᾱμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 835, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12: ὑπερσ. ἐπεπάμην [[αὐτόθι]] 1. 9, 19, Ἀνθ. Π. 7. 57. ― Οἱ τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται πρὸς τοὺς τύπους ἐπᾰσάμην, πέπασμαι ἐκ τοῦ [[πατέομαι]], ἐσθίω. (Η √ΠΑ [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἡ αὐτὴ τοῦ Σανσκρ. pâ, [[ὑπερασπίζω]], φυλάττω, περιποιοῦμαι, πρβλ. [[πατήρ]], [[πόσις]]· ― [[ἐντεῦθεν]] παράγονται τά: πᾶμα, παμοῦχος, πολυπάμων, παμπησία).
}}
}}