Anonymous

πάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάομαι''': μέλλ. [[πάσομαι]] [ᾱ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 177· μετ’ ἀναδιπλασ. πεπάσομαι Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 54: ἀόρ ἐπᾱσάμην Θέογν. 146, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 213, Θεόκρ.· ἀποθετ.· ― ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει καὶ παρὰ Ξενοφ.), [[λαμβάνω]], κτῶμαι, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, ἀγόρασον καὶ διάτασσε, δηλ. δίδε διαταγὰς εἰς τοὺς ἰδικοὺς σου δούλους, Θεόκρ. 15. 90· ἀλλὰ [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, Πινδ. Π. 8. 103, Ἀποσπ. 72, Εὐρ. Ἴων 675, Ἀριστοφ. Ὄρν. 943, γ΄ πληθ. πέπανται Ξεν. Ἀν. 3. 3, 18: ἀπαρ. πεπᾶσθαι Σόλων 12. 7, Εὐρ. Ἀνδρ. 641, Θεόκρ. 10. 32: μετοχ. πεπᾱμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 835, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12: ὑπερσ. ἐπεπάμην [[αὐτόθι]] 1. 9, 19, Ἀνθ. Π. 7. 57. ― Οἱ τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται πρὸς τοὺς τύπους ἐπᾰσάμην, πέπασμαι ἐκ τοῦ [[πατέομαι]], ἐσθίω. (Η √ΠΑ [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἡ αὐτὴ τοῦ Σανσκρ. pâ, [[ὑπερασπίζω]], φυλάττω, περιποιοῦμαι, πρβλ. [[πατήρ]], [[πόσις]]· ― [[ἐντεῦθεν]] παράγονται τά: πᾶμα, παμοῦχος, πολυπάμων, παμπησία).
|lstext='''πάομαι''': μέλλ. [[πάσομαι]] [ᾱ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 177· μετ’ ἀναδιπλασ. πεπάσομαι Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 54: ἀόρ ἐπᾱσάμην Θέογν. 146, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 213, Θεόκρ.· ἀποθετ.· ― ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει καὶ παρὰ Ξενοφ.), [[λαμβάνω]], κτῶμαι, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, ἀγόρασον καὶ διάτασσε, δηλ. δίδε διαταγὰς εἰς τοὺς ἰδικοὺς σου δούλους, Θεόκρ. 15. 90· ἀλλὰ [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, Πινδ. Π. 8. 103, Ἀποσπ. 72, Εὐρ. Ἴων 675, Ἀριστοφ. Ὄρν. 943, γ΄ πληθ. πέπανται Ξεν. Ἀν. 3. 3, 18: ἀπαρ. πεπᾶσθαι Σόλων 12. 7, Εὐρ. Ἀνδρ. 641, Θεόκρ. 10. 32: μετοχ. πεπᾱμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 835, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12: ὑπερσ. ἐπεπάμην [[αὐτόθι]] 1. 9, 19, Ἀνθ. Π. 7. 57. ― Οἱ τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται πρὸς τοὺς τύπους ἐπᾰσάμην, πέπασμαι ἐκ τοῦ [[πατέομαι]], ἐσθίω. (Η √ΠΑ [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἡ αὐτὴ τοῦ Σανσκρ. pâ, [[ὑπερασπίζω]], φυλάττω, περιποιοῦμαι, πρβλ. [[πατήρ]], [[πόσις]]· ― [[ἐντεῦθεν]] παράγονται τά: πᾶμα, παμοῦχος, πολυπάμων, παμπησία).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. f.</i> [[πάσομαι]], <i>ao. épq.</i> [[ἐπασσάμην]] &gt; <i>inf.</i> [[πάσασθαι]], <i>part. fém. dor.</i> [[πασαμένα]];<br />goûter, se nourrir, s’abreuver de, gén..<br />'''Étymologie:''' R. Πα, manger, cf. <i>lat.</i> pasco.<br /><span class="bld">2</span><i>seul. f.</i> [[πάσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐπασάμην]], <i>pf.</i> [[πέπαμαι]], <i>pqp.</i> ἐπεπάμην, <i>f.ant.</i> [[πεπάσομαι]];<br />acquérir ; <i>aux temps passés</i> posséder.<br />'''Étymologie:''' R. Πα, acquérir.
}}
}}