Anonymous

ὁμοκλή: Difference between revisions

From LSJ
6_9
(13_6b)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] ἡ ([[καλέω]]), der <b class="b2">Zusammenruf</b>, der gemeinschaftliche Zuruf Mehrerer, z. B. in der Schlacht, μάχῃ ἐνὶ μεῖναι ὁμοκλήν, Il. 16, 417; ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς, im Zusammenklang der Flöten, Pind. I. 4, 30; gew. <b class="b2">lauter Zuruf</b>, Zuschreien, von Mehreren u. von Einzelnen, sowohl ermunternd u. antreibend, als scheltend od. drohend, οἱ δ' ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν Il. 12, 413, χαλεπαὶ δέ τ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί Od. 17, 189, öfter; ion. auch ὀμοκλή, wie ὑπ' ὀμοκλῆς H. h. Cer. 88; Hes. Sc. 341; einzeln auch sp. D.; auch von leblosen Dingen, wie βορέαο κακὴν ὁμοκλήν, Nic. Ther. 311; όπωρινοῖο κυνὸς δριμεῖα ὁμ., [[πυρός]], das Knattern des Feuers, Opp. Hal. 1, 152. 4, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] ἡ ([[καλέω]]), der <b class="b2">Zusammenruf</b>, der gemeinschaftliche Zuruf Mehrerer, z. B. in der Schlacht, μάχῃ ἐνὶ μεῖναι ὁμοκλήν, Il. 16, 417; ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς, im Zusammenklang der Flöten, Pind. I. 4, 30; gew. <b class="b2">lauter Zuruf</b>, Zuschreien, von Mehreren u. von Einzelnen, sowohl ermunternd u. antreibend, als scheltend od. drohend, οἱ δ' ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν Il. 12, 413, χαλεπαὶ δέ τ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί Od. 17, 189, öfter; ion. auch ὀμοκλή, wie ὑπ' ὀμοκλῆς H. h. Cer. 88; Hes. Sc. 341; einzeln auch sp. D.; auch von leblosen Dingen, wie βορέαο κακὴν ὁμοκλήν, Nic. Ther. 311; όπωρινοῖο κυνὸς δριμεῖα ὁμ., [[πυρός]], das Knattern des Feuers, Opp. Hal. 1, 152. 4, 14.
}}
{{ls
|lstext='''ὁμοκλή''': ἡ, ([[ὁμοῦ]] [[καλέω]]) ποιητ. λέξ. σημαίνουσα [[κυρίως]] κραυγὴν πολλῶν [[ὁμοῦ]], κοινὴν βοήν· ἀλλ᾿ ἐν χρῆσει κοινῶς ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, πιστότατος δὲ οἱ [[ἔσκε]] μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν, νὰ ὑπομείνῃ τὴν κραυγήν του, Ἰλ. Π. 147· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου ἐννοίας τῆς ἐπιπλήξεως, ἀπειλῆς, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλὴν Μ. 413· χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαὶ Ὁδ. Ρ. 189: Ἰων. ψιλοῦται, ὑπ᾿ ὀμοκλῆς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 88, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 341· ― παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς ὑλακῆς τῶν κυνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 152· ἡ βοή, ὁ [[θόρυβος]] τοῦ [[πυρός]], [[αὐτόθι]] 4. 14· ὁ [[ἦχος]], ἡ βοὴ τοῦ ἀνέμου, Νικ. Θ. 311· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ι. 5 (4) 35, πρβλ. Αὐσχύλ.. Ἀποσπ. 55 (λυρ.)· αὐλῶν οὐ σάλπιγγος ὁμοκλὴ Caib. Ἐπιγρ. 1049, 7.
}}
}}