Anonymous

ἀτενής: Difference between revisions

From LSJ
6_7
(13_6b)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] ές ([[τείνω]], α intens.), sehr gespannt, aufmerksam, ernst, [[νόος]] Hes. Ih. 66 l; Pind. N. 7, 88; [[ψυχή]] Luc. Nigr. 4; standhaft, hart, ὀργαί Aesch. Ag. 71; ἁπλοῖ καὶ ἀτενεῖς ἄνδρες Plat. Rep. VII, 547 e; καὶ [[ἀτεράμων]] Ar. Vesp. 730; [[κισσός]], fest anhangend, Soph. Ant. 820; unerbittlich, καὶ [[στεῤῥός]] Dion. Hal. 8, 45; ἀτενὲς βλέπειν εἴς τινα, unverwandt, Pol. 18, 36; Luc. Alex. 14; τὴν ὄψιν ἐς τὸ ἀτενὲς ἀπερείσασθαι Icarom. 12; ἀτενεῖς ὀφθαλμοί, unverwandt auf einen Punkt gerichtet, Arist. H. A. 1, 10; τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως D. Hal. 5, 8; – adv., ἀτενὲς [[ἴκελος]], ganz gleich, Pind. P. 2, 77; ἀτενὲς ἥκω ἀπ' οἴκων, stracks, Eur. Alcm. fr. 15; ἀτενὲς ἀπ' ἀοῦς, gleich vom Morgen an, Epicharm. Ath. VII, 277 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] ές ([[τείνω]], α intens.), sehr gespannt, aufmerksam, ernst, [[νόος]] Hes. Ih. 66 l; Pind. N. 7, 88; [[ψυχή]] Luc. Nigr. 4; standhaft, hart, ὀργαί Aesch. Ag. 71; ἁπλοῖ καὶ ἀτενεῖς ἄνδρες Plat. Rep. VII, 547 e; καὶ [[ἀτεράμων]] Ar. Vesp. 730; [[κισσός]], fest anhangend, Soph. Ant. 820; unerbittlich, καὶ [[στεῤῥός]] Dion. Hal. 8, 45; ἀτενὲς βλέπειν εἴς τινα, unverwandt, Pol. 18, 36; Luc. Alex. 14; τὴν ὄψιν ἐς τὸ ἀτενὲς ἀπερείσασθαι Icarom. 12; ἀτενεῖς ὀφθαλμοί, unverwandt auf einen Punkt gerichtet, Arist. H. A. 1, 10; τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως D. Hal. 5, 8; – adv., ἀτενὲς [[ἴκελος]], ganz gleich, Pind. P. 2, 77; ἀτενὲς ἥκω ἀπ' οἴκων, stracks, Eur. Alcm. fr. 15; ἀτενὲς ἀπ' ἀοῦς, gleich vom Morgen an, Epicharm. Ath. VII, 277 f.
}}
{{ls
|lstext='''ἀτενής''': -ές, (α ἀθροιστ., [[τείνω]]) ὁ ἐξαπλούμενος, ὁ προσκολώμενος, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν Σοφ. Ἀντ. 826· [[συχν]]. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἀτενίζων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 10, 3· τὸ ἀτ. τῆς ὄψεως Διον. Ἁλ. 5. 8· τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀτ. ἀπερείδεσθαι, ἀσκαρδαμυκτεὶ βλέπειν, Λουκ. Ἰκαρομ. 12· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) [[σφοδρός]], [[ἰσχυρός]], [[δεινός]], ὀργαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 71. 3) κατ’ εὐθεῖαν, ἥκω δ’ ἀτενὴς ἀπ’ οἴκων Εὐρ. Ἀποσπ. 66. ΙΙ. ἐπὶ τῆς διανοίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἀτενεῖ… νόῳ Ἡσ. Θ. 661, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 129· ἁπλοῖ καὶ ἀτ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀτ. [[παρρησία]] Εὐρ. Ἀποσπ. 737. 2) [[ἄκαμπτος]], [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], ἀτενὴς [[ἀτεράμων]] τε Ἀριστοφ. Σφ. 730· [[ἀστένακτος]] καὶ ἀτ. Διον. Ἁλ. 5. 8. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀτενῶς, Ἰων. -έως Ἱππ. Προρρ. 78· ἀτ. ἐμβλέπειν Διόδ. 3. 18· ἀτ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλουτ. Γάλβ. 25: συχνότερον κατ’ οὐδέτ., ἀτενὲς ἴκελοι, καθ’ ὑπερβολὴν ὅμοιοι, Πινδ. Π. 2. 141· καταμαθεῖν ἀτενὲς Ἐπίχ. 96 Ahr.· ἀτενὲς τηρεῖν Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 4· ἀτ. βλέπειν Πολύβ. 18. 36, 9· πρβλ. [[ἀτενίζω]].
}}
}}