Anonymous

ἀτενής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτενής''': -ές, (α ἀθροιστ., [[τείνω]]) ὁ ἐξαπλούμενος, ὁ προσκολώμενος, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν Σοφ. Ἀντ. 826· [[συχν]]. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἀτενίζων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 10, 3· τὸ ἀτ. τῆς ὄψεως Διον. Ἁλ. 5. 8· τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀτ. ἀπερείδεσθαι, ἀσκαρδαμυκτεὶ βλέπειν, Λουκ. Ἰκαρομ. 12· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) [[σφοδρός]], [[ἰσχυρός]], [[δεινός]], ὀργαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 71. 3) κατ’ εὐθεῖαν, ἥκω δ’ ἀτενὴς ἀπ’ οἴκων Εὐρ. Ἀποσπ. 66. ΙΙ. ἐπὶ τῆς διανοίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἀτενεῖ… νόῳ Ἡσ. Θ. 661, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 129· ἁπλοῖ καὶ ἀτ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀτ. [[παρρησία]] Εὐρ. Ἀποσπ. 737. 2) [[ἄκαμπτος]], [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], ἀτενὴς [[ἀτεράμων]] τε Ἀριστοφ. Σφ. 730· [[ἀστένακτος]] καὶ ἀτ. Διον. Ἁλ. 5. 8. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀτενῶς, Ἰων. -έως Ἱππ. Προρρ. 78· ἀτ. ἐμβλέπειν Διόδ. 3. 18· ἀτ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλουτ. Γάλβ. 25: συχνότερον κατ’ οὐδέτ., ἀτενὲς ἴκελοι, καθ’ ὑπερβολὴν ὅμοιοι, Πινδ. Π. 2. 141· καταμαθεῖν ἀτενὲς Ἐπίχ. 96 Ahr.· ἀτενὲς τηρεῖν Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 4· ἀτ. βλέπειν Πολύβ. 18. 36, 9· πρβλ. [[ἀτενίζω]].
|lstext='''ἀτενής''': -ές, (α ἀθροιστ., [[τείνω]]) ὁ ἐξαπλούμενος, ὁ προσκολώμενος, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν Σοφ. Ἀντ. 826· [[συχν]]. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἀτενίζων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 10, 3· τὸ ἀτ. τῆς ὄψεως Διον. Ἁλ. 5. 8· τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀτ. ἀπερείδεσθαι, ἀσκαρδαμυκτεὶ βλέπειν, Λουκ. Ἰκαρομ. 12· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) [[σφοδρός]], [[ἰσχυρός]], [[δεινός]], ὀργαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 71. 3) κατ’ εὐθεῖαν, ἥκω δ’ ἀτενὴς ἀπ’ οἴκων Εὐρ. Ἀποσπ. 66. ΙΙ. ἐπὶ τῆς διανοίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἀτενεῖ… νόῳ Ἡσ. Θ. 661, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 129· ἁπλοῖ καὶ ἀτ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀτ. [[παρρησία]] Εὐρ. Ἀποσπ. 737. 2) [[ἄκαμπτος]], [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], ἀτενὴς [[ἀτεράμων]] τε Ἀριστοφ. Σφ. 730· [[ἀστένακτος]] καὶ ἀτ. Διον. Ἁλ. 5. 8. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀτενῶς, Ἰων. -έως Ἱππ. Προρρ. 78· ἀτ. ἐμβλέπειν Διόδ. 3. 18· ἀτ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλουτ. Γάλβ. 25: συχνότερον κατ’ οὐδέτ., ἀτενὲς ἴκελοι, καθ’ ὑπερβολὴν ὅμοιοι, Πινδ. Π. 2. 141· καταμαθεῖν ἀτενὲς Ἐπίχ. 96 Ahr.· ἀτενὲς τηρεῖν Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 4· ἀτ. βλέπειν Πολύβ. 18. 36, 9· πρβλ. [[ἀτενίζω]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fortement tendu, <i>d’où</i><br /><b>1</b> fixe, attentif;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> droit, qui vient en droite ligne, direct;<br /><b>3</b> ferme, fort : ἀτενεῖς ὀργαί ESCHL colère intense <i>ou</i> violente;<br /><b>4</b> qui s’attache fortement à (lierre).<br />'''Étymologie:''' ἀ intens., [[τείνω]].
}}
}}