Anonymous

δημόομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0563.png Seite 563]] = δημοκοπεῖν, Suid.; übh. scherzen, spaßen, Pind. I. 7, 8; Plat. Theaet. 161 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 78.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0563.png Seite 563]] = δημοκοπεῖν, Suid.; übh. scherzen, spaßen, Pind. I. 7, 8; Plat. Theaet. 161 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 78.
}}
{{ls
|lstext='''δημόομαι''': Δωρ. δαμ-, μέσ., [[δημοσίᾳ]] [[ἀγορεύω]] [[ὅπως]] εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. [[δημοκοπέω]]), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. [[δήμωμα]]·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι [[δημοσίᾳ]] γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.
}}
}}