3,271,449
edits
(13_7_1) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] fut. πημανῶ, auch in activ. Bdtg πημανοῦμαι, Ar. Ach. 842 (Schol. βλάψει, λυπήσει), das aber auch passiv. gebraucht ist, Soph. Ai. 1134; – in Leid bringen, <b class="b2">verletzen, beschädigen</b>, verderben; absolut, Hom. ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, wider den Eid fehlen, Unheil stiften, Il. 3, 299; u. c. accus., Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, 15, 42; εἴ με πημανεῖς τι, Soph. Ai. 1293; ὅτι σὲ κἀμὲ πημανεῖ, Eur. I. A. 525; τοὺς αἰτίους πήμαινε, Archil. 4; u. in Prosa: τὴν γῆν, Her. 9, 13; εἴ [[τίς]] τινά τι πημαίνει, Plat. Legg. IX, 862 a; ἐχθρὸν πημῆναι, Rep. II, 364 c; Folgde; πημαίνει τὰ ὄμματα [[ὑγρότης]], Arist. probl. 31, 5, v. l. λυμαίνει. – Pass., Nachtheil, Schaden, Leid erhalten, erfahren; [[οὐδέ]] τις οὖν μοι [[νηῶν]] πημάνθη, Od. 14, 255; 8, 563; πάπταινε δ' [[αὐτός]], μή τι πημανθῇς ὁδῷ, Aesch. Prom. 334; εἰ γὰρ ποιήσεις, [[ἴσθι]] πημανούμενος, Soph. Ai. 1134; τῷ πημανθέντι, Plat. Legg. XI, 933 e; Folgde. – Auch med., ὅρκια πημήνασθαι, seinen eigenen Eid verletzen, Qu. Sm. 13, 379. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] fut. πημανῶ, auch in activ. Bdtg πημανοῦμαι, Ar. Ach. 842 (Schol. βλάψει, λυπήσει), das aber auch passiv. gebraucht ist, Soph. Ai. 1134; – in Leid bringen, <b class="b2">verletzen, beschädigen</b>, verderben; absolut, Hom. ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, wider den Eid fehlen, Unheil stiften, Il. 3, 299; u. c. accus., Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, 15, 42; εἴ με πημανεῖς τι, Soph. Ai. 1293; ὅτι σὲ κἀμὲ πημανεῖ, Eur. I. A. 525; τοὺς αἰτίους πήμαινε, Archil. 4; u. in Prosa: τὴν γῆν, Her. 9, 13; εἴ [[τίς]] τινά τι πημαίνει, Plat. Legg. IX, 862 a; ἐχθρὸν πημῆναι, Rep. II, 364 c; Folgde; πημαίνει τὰ ὄμματα [[ὑγρότης]], Arist. probl. 31, 5, v. l. λυμαίνει. – Pass., Nachtheil, Schaden, Leid erhalten, erfahren; [[οὐδέ]] τις οὖν μοι [[νηῶν]] πημάνθη, Od. 14, 255; 8, 563; πάπταινε δ' [[αὐτός]], μή τι πημανθῇς ὁδῷ, Aesch. Prom. 334; εἰ γὰρ ποιήσεις, [[ἴσθι]] πημανούμενος, Soph. Ai. 1134; τῷ πημανθέντι, Plat. Legg. XI, 933 e; Folgde. – Auch med., ὅρκια πημήνασθαι, seinen eigenen Eid verletzen, Qu. Sm. 13, 379. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πημαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ Σοφ. Αἴ. 1314, Ο. Κ. 837, Ἰων. -ανέω Ἰλ. Ω. 781: ἀόρ. ἐπήμηνα· Ἰλ., Ἀττ.· ― Μέσ., μέλλ. πημᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 842 (ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] τὸ πημανούμενος ἀπαντᾷ ἐπὶ παθ. σημασ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1155, ὁ Elmsl. καὶ ὁ L. Dind. ἀναγινώσκουσι πημανεῖ τις ἢ τι, παρ’ Ἀριστοφ.)· Ἐπικ. ἀόρ. πημήναντο Κόϊντ. Σμ. ― Παθητ., ἀόρ. ἐπημάθην, ἴδε κατωτ. Φέρω εἰς ἀθλιότητα, [[βυθίζω]] εἰς δυστυχίαν, [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], καὶ ἐπὶ ἠπιωτέρας σημασίας, [[θλίβω]], λυπῶ, Ὅμ., Ἡσ. καὶ Τραγ.· Ποσειδάων ἐνοσίχθων πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα Ἰλ. Ο. 42· [Ὅρκος] ἀνθρώπους π. Ἡσ. Θεογ. 232, πρβλ. Θέογν. 689 π. τὴν γῆν, βλάπτειν, καταστρέφειν, Ἡρόδ. 9. 13· ἄτρακτος π. τινὰ Σοφ. Τρ. 715 [[ὑγρότης]] π. τὰ ὄμματα Ἀριστ. Προβλ. 31. 5· ― ἀπολ., [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[κάμνω]] κακόν, Ἰλ. Ω. 781· [[ὑπὲρ]] ὅρκια πημήνειαν, τοὺς ὅρκους βλάψειαν, Γ. 299· (ἀνθ’ οὗ ὁ Κόϊντ. Σμ. ἔχει ὅρκια πημήνασθαι, παραβῆναι τοὺς ἰδίους ὅρκους, 13 379). ― Παθ., [[πάσχω]] βλάβην ἢ ζημίαν, [[οὐδέ]] τις οὖν μοι [[νηῶν]] πημάνθη Ὀδ. Ξ. 255, πρβλ. Θ. 563, Αἰσχύλ. Πρ. 334, κτλ.· [[ἴσθι]] πημανούμενος, εἴξευρε ὅτι θὰ πάθῃς δυστυχίαν, Σοφ. Αἴ. 1155. ― Λέξις ποιητικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 364C, Νόμ. 862Α, 932Ε, 933Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. | |||
}} | }} |