πημαίνω
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
Il.15.42: fut. πημᾰνῶ S.Aj.1314, OC837; Ion. πημανέω Il. 24.781: aor. ἐπήμηνα 3.299, S.Tr.715, Pl.R.364c; Dor. part. πημάνας [ᾱ] IG12.1085.8:—Med., fut. πημᾰνοῦμαι Ar.Ach.842 (s. v.l.), also πημανούμενος in pass. sense, S.Aj.1155: Ep. aor. πημήναντο Q.S.13.379:—Pass., aor. ἐπημάνθην (v. infr.):—plunge into ruin, undo, and in milder sense, grieve, distress, π. Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα Il.15.42; [Ὅρκος] ἀνθρώπους π. Hes.Th.232, cf. Thgn.689; π. τὴν γῆν damage it, Hdt.9.13; ἄτρακτος θεὸν π. S.Tr.715; π. τινὰ φαρμάκοις Pl.Lg.932e; ὑγρότης π. τὰ ὄμματα Arist.Pr.957b24: abs., do harm, Il.24.781, Democr.258; ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν = might work harm in transgression of oaths, Il.3.299:—Med., ὅρκια πημήναντο = violated their oaths, Q.S.l.c.:—Pass., suffer hurt or suffer harm, οὺδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη Od.14.255, cf. 8.563, A.Pr.336, etc.; ἴσθι πημανούμενος S.Aj.1155.—Poet. word, used also IG12.18.7 and by Hdt. l.c., Pl.R. l. c., Lg.862a, 932e, 933e (Pass.), and in later Prose, as Corn.ND32 (Pass.), Porph.Abst.2.12, Agath.5.23.
German (Pape)
[Seite 610] fut. πημανῶ, auch in activ. Bdtg πημανοῦμαι, Ar. Ach. 842 (Schol. βλάψει, λυπήσει), das aber auch passiv. gebraucht ist, Soph. Ai. 1134; – in Leid bringen, verletzen, beschädigen, verderben; absolut, Hom. ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, wider den Eid fehlen, Unheil stiften, Il. 3, 299; u. c. accus., Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, 15, 42; εἴ με πημανεῖς τι, Soph. Ai. 1293; ὅτι σὲ κἀμὲ πημανεῖ, Eur. I. A. 525; τοὺς αἰτίους πήμαινε, Archil. 4; u. in Prosa: τὴν γῆν, Her. 9, 13; εἴ τίς τινά τι πημαίνει, Plat. Legg. IX, 862 a; ἐχθρὸν πημῆναι, Rep. II, 364 c; Folgde; πημαίνει τὰ ὄμματα ὑγρότης, Arist. probl. 31, 5, v.l. λυμαίνει. – Pass., Nachtheil, Schaden, Leid erhalten, erfahren; οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη, Od. 14, 255; 8, 563; πάπταινε δ' αὐτός, μή τι πημανθῇς ὁδῷ, Aesch. Prom. 334; εἰ γὰρ ποιήσεις, ἴσθι πημανούμενος, Soph. Ai. 1134; τῷ πημανθέντι, Plat. Legg. XI, 933 e; Folgde. – Auch med., ὅρκια πημήνασθαι, seinen eigenen Eid verletzen, Qu. Sm. 13, 379.
French (Bailly abrégé)
f. πημανῶ, ao. ἐπήμηνα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπημάνθην, pf. inus.
1 causer un dommage à, acc. : τὴν γῆν HDT dévaster le pays ; πημαίνειν ὑπὲρ ὅρκια IL passer par-dessus des serments, càd violer des serments ; Pass. être lésé, être endommagé;
2 faire souffrir;
Moy. πημαίνομαι intr. se nuire à soi-même, être puni.
Étymologie: πῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πημαίνω [πῆμα] ep. aor. pass. 3 sing. πημάνθη; Ion. fut. πημανέω; poët., schaden, kwaad doen:; Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα Poseidon doet de Trojanen en Hector kwaad Il. 15.42; ἴσθι πημανούμενος weet dat je kwaad zult ondergaan Soph. Ai. 1155; οὔτε ἐπήμαινε... γῆν τὴν Ἀττικήν hij verwoestte het Attische land niet Hdt. 9.13.1; abs. kwaad aanrichten:. ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν welke van de twee partijen als eerste in strijd met de eden kwaad aanricht Il. 3.299.
Russian (Dvoretsky)
πημαίνω: (fut. πημᾰνῶ - ион. πημανέω, aor. ἐπήμηνα; fut. med. πημᾰνοῦμαι; aor. pass. ἐπημάνθην)
1 причинять вред, вредить (π. Τρῶάς τε καὶ Ἓκτορα Hom.): εἴ τίς τινά τι πημαίνει Plat. если кто-л. кому-л. причиняет какой-л. вред;
2 разорять (τὴν γῆν Her.);
3 повреждать, портить: οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη Hom. и ни один из моих кораблей не пострадал; εἰ γὰρ ποιήσεις, ἴσθι πημανούμενος Soph. если же ты (это) сделаешь, знай, что поплатишься;
4 нарушать: ὑπὲρ ὅρκια π. Hom. нарушать клятвы.
English (Autenrieth)
fut. πημανέει, inf. -έειν, aor. 1 opt. πημήνειαν, pass. aor. πημάνθη, inf. -ῆναι: harm, hurt; ὑπὲρ ὅρκια, ‘work mischief’ by violating the oaths, Il. 3.299; pass., Od. 8.563.
Greek Monolingual
Α πήμα
1. βυθίζω κάποιον στη δυστυχία, εξολοθρεύω, αφανίζω, βλάπτω, καταστρέφω («Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.)
2. προξενώ λύπη, θλίβω, πικραίνω κάποιον («οὔτε ἐπήμαινεν οὔτε ἐσίνετο γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.)
3. (αμτβ.) φέρνω κακό, προξενώ βλάβη («ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν» — όποιοι θα έκαναν πρώτοι κακό παραβαίνοντας τους όρκους, Ομ. Ιλ.)
4. παθ. υφίσταμαι βλάβη ή ζημία, βλάπτομαι, ζημιώνομαι («οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη», Ομ. Οδ.).
Greek (Liddell-Scott)
πημαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ Σοφ. Αἴ. 1314, Ο. Κ. 837, Ἰων. -ανέω Ἰλ. Ω. 781: ἀόρ. ἐπήμηνα· Ἰλ., Ἀττ.· ― Μέσ., μέλλ. πημᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 842 (ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ πημανούμενος ἀπαντᾷ ἐπὶ παθ. σημασ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1155, ὁ Elmsl. καὶ ὁ L. Dind. ἀναγινώσκουσι πημανεῖ τις ἢ τι, παρ’ Ἀριστοφ.)· Ἐπικ. ἀόρ. πημήναντο Κόϊντ. Σμ. ― Παθητ., ἀόρ. ἐπημάθην, ἴδε κατωτ. Φέρω εἰς ἀθλιότητα, βυθίζω εἰς δυστυχίαν, καταστρέφω, ἀφανίζω, καὶ ἐπὶ ἠπιωτέρας σημασίας, θλίβω, λυπῶ, Ὅμ., Ἡσ. καὶ Τραγ.· Ποσειδάων ἐνοσίχθων πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα Ἰλ. Ο. 42· [Ὅρκος] ἀνθρώπους π. Ἡσ. Θεογ. 232, πρβλ. Θέογν. 689 π. τὴν γῆν, βλάπτειν, καταστρέφειν, Ἡρόδ. 9. 13· ἄτρακτος π. τινὰ Σοφ. Τρ. 715 ὑγρότης π. τὰ ὄμματα Ἀριστ. Προβλ. 31. 5· ― ἀπολ., ἐπιφέρω βλάβην, κάμνω κακόν, Ἰλ. Ω. 781· ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, τοὺς ὅρκους βλάψειαν, Γ. 299· (ἀνθ’ οὗ ὁ Κόϊντ. Σμ. ἔχει ὅρκια πημήνασθαι, παραβῆναι τοὺς ἰδίους ὅρκους, 13 379). ― Παθ., πάσχω βλάβην ἢ ζημίαν, οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη Ὀδ. Ξ. 255, πρβλ. Θ. 563, Αἰσχύλ. Πρ. 334, κτλ.· ἴσθι πημανούμενος, εἴξευρε ὅτι θὰ πάθῃς δυστυχίαν, Σοφ. Αἴ. 1155. ― Λέξις ποιητικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 364C, Νόμ. 862Α, 932Ε, 933Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
Middle Liddell
πημαίνω, [from πῆμα [Mid. fut. πημᾰνοῦμαι also in pass. sense
to bring into misery, plunge into ruin, undo, and, in milder sense, to grieve, distress, Hom., Trag.; π. τὴν γῆν to damage it, Hdt.:—absol. to do mischief, Il.:—Pass. to suffer hurt or harm, Od., Aesch., etc.; ἴσθι πημανούμενος wilt suffer woe, Soph.