Anonymous

τράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, 1) der Hals, der Nacken; τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών, Eur. Bacch. 241, u. öfter; Her. 2, 40; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; Callim. fr. 98 hat einen heterogenen plur. τὰ τράχηλα, der sing. τὸ τράχηλον findet sich nur bei Gramm. – 2) der oberste, vorderste Theil der Purpurschnecke, Phot. κηρύκων, Ath. III, 87 d aus Posidipp. – 3) der mittlere Theil des Mastes, Ath. XI, 474 s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, 1) der Hals, der Nacken; τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών, Eur. Bacch. 241, u. öfter; Her. 2, 40; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; Callim. fr. 98 hat einen heterogenen plur. τὰ τράχηλα, der sing. τὸ τράχηλον findet sich nur bei Gramm. – 2) der oberste, vorderste Theil der Purpurschnecke, Phot. κηρύκων, Ath. III, 87 d aus Posidipp. – 3) der mittlere Theil des Mastes, Ath. XI, 474 s.
}}
{{ls
|lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε [[ὄπισθεν]] καὶ τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους [[μέρος]])· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον [[ὑψόθεν]] πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις [[σέθεν]] Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. [[Πολυδ]]. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ [[σχοινίον]] εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, [[μάλιστα]] τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, [[οἷον]] ὁ [[τράχηλος]] τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν [[εἶναι]] δὲ φανερὸν τί [[μέρος]] τοῦ καράβου [[εἶναι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) [[λαιμὸς]] σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας [[Πολυδ]]. Β΄, 171, 222· [[ἴσως]] οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον [[μέρος]] ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν [[αὐτοῦ]] κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς [[εἶναι]] συγγεν. τῷ Λατ. terg um).
}}
}}