3,274,313
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε [[ὄπισθεν]] καὶ τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους [[μέρος]])· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον [[ὑψόθεν]] πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις [[σέθεν]] Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. [[Πολυδ]]. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ [[σχοινίον]] εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, [[μάλιστα]] τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, [[οἷον]] ὁ [[τράχηλος]] τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν [[εἶναι]] δὲ φανερὸν τί [[μέρος]] τοῦ καράβου [[εἶναι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) [[λαιμὸς]] σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας [[Πολυδ]]. Β΄, 171, 222· [[ἴσως]] οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον [[μέρος]] ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν [[αὐτοῦ]] κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς [[εἶναι]] συγγεν. τῷ Λατ. terg um). | |lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε [[ὄπισθεν]] καὶ τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους [[μέρος]])· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον [[ὑψόθεν]] πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις [[σέθεν]] Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. [[Πολυδ]]. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ [[σχοινίον]] εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, [[μάλιστα]] τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, [[οἷον]] ὁ [[τράχηλος]] τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν [[εἶναι]] δὲ φανερὸν τί [[μέρος]] τοῦ καράβου [[εἶναι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) [[λαιμὸς]] σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας [[Πολυδ]]. Β΄, 171, 222· [[ἴσως]] οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον [[μέρος]] ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν [[αὐτοῦ]] κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς [[εἶναι]] συγγεν. τῷ Λατ. terg um). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cou, <i>particul.</i> derrière du cou, nuque.<br />'''Étymologie:''' DELG création du gec expressive et familière. | |||
}} | }} |