3,277,649
edits
(13_7_2) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] 1) zurückweichen, -treten, Hom., auch mit ἄψ, Il. 10, 210 Od. 17, 461; μεγάροιο [[μυχόνδε]], in den Winkel des Saales, Od. 22, 270; mit dem bloßen gen., von Einem, Pallad. 14 (IX, 378). Oft in Prosa, εἰς τοὐπίσω, Lys. 14, 6, wie Plat. Menex. 246 b; εἰς τοὔπισθεν, Ar. Pl. 1208; παρ' Ἀθηναίους Thuc. 1, 2; εἰς Αἴγυπτον Matth. 2, 14; ὑπό τινος, sich von Einem durch ihn genöthigt zurückziehen, Her. 5, 61; ἐπί πόδα, Xen. An. 5, 2, 32, wie ἐπὶ [[σκέλος]], B. A. 14 τὸ μὴ στρέψαντα τὰ νῶτα ἀλλ' ἀντιπρόσωπον τῶν ἀντιπάλων φεύγειν καὶ ὑποχωρεῖν εἰς τοὐπίσω; – [[πάλιν]] ἀναχ., zurückkehren, Plat. Tim. 48 a; abtreten, auf die Seite gehen, Conv. 170 a; vgl. Rep. VII, 528 d; vom Abgehen aus der Provinz, Pol. 1, 17. – 2) wie redire, auf einen andern berechtigten Besitzer übergchen, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρει εἰς τὸν παῖδα, das Reich fiel an den Sohn, Her. 7, 4; ähnl. ἡ ποινὴ ἐς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. II a 3. – 3) von einem Amte abgehen, sich von den Staatsgeschäften zurückziehen, Cic. Att. 9, 4; ἐκ τῶν πραγμάτων Pol. 29, 10 u. Sp. – Auch von leblosen Dingen, [[τόπος]] ἀνακεχωρηκώς, ein abgelegener Ort, Theophr.; Herodian. 1, 12; [[πολισμάτιον]] ανακ. ἀπὸ τῆς θαλάσσης Pol. 2, 11; [[ῥῆμα]] ἀνακεχωρηκός, ein veralteter Ausdruck, D. Hal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] 1) zurückweichen, -treten, Hom., auch mit ἄψ, Il. 10, 210 Od. 17, 461; μεγάροιο [[μυχόνδε]], in den Winkel des Saales, Od. 22, 270; mit dem bloßen gen., von Einem, Pallad. 14 (IX, 378). Oft in Prosa, εἰς τοὐπίσω, Lys. 14, 6, wie Plat. Menex. 246 b; εἰς τοὔπισθεν, Ar. Pl. 1208; παρ' Ἀθηναίους Thuc. 1, 2; εἰς Αἴγυπτον Matth. 2, 14; ὑπό τινος, sich von Einem durch ihn genöthigt zurückziehen, Her. 5, 61; ἐπί πόδα, Xen. An. 5, 2, 32, wie ἐπὶ [[σκέλος]], B. A. 14 τὸ μὴ στρέψαντα τὰ νῶτα ἀλλ' ἀντιπρόσωπον τῶν ἀντιπάλων φεύγειν καὶ ὑποχωρεῖν εἰς τοὐπίσω; – [[πάλιν]] ἀναχ., zurückkehren, Plat. Tim. 48 a; abtreten, auf die Seite gehen, Conv. 170 a; vgl. Rep. VII, 528 d; vom Abgehen aus der Provinz, Pol. 1, 17. – 2) wie redire, auf einen andern berechtigten Besitzer übergchen, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρει εἰς τὸν παῖδα, das Reich fiel an den Sohn, Her. 7, 4; ähnl. ἡ ποινὴ ἐς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. II a 3. – 3) von einem Amte abgehen, sich von den Staatsgeschäften zurückziehen, Cic. Att. 9, 4; ἐκ τῶν πραγμάτων Pol. 29, 10 u. Sp. – Auch von leblosen Dingen, [[τόπος]] ἀνακεχωρηκώς, ein abgelegener Ort, Theophr.; Herodian. 1, 12; [[πολισμάτιον]] ανακ. ἀπὸ τῆς θαλάσσης Pol. 2, 11; [[ῥῆμα]] ἀνακεχωρηκός, ein veralteter Ausdruck, D. Hal. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναχωρέω''': [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], πόλιν δὲ ἄψ ἀναχωρήσουσιν Ἰλ. Κ. 210. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 461. 2) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὑποχωρῶ ἢ ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς μάχης, [[ἀλλά]] σ’ ἐγώ γε ἀναχωρήσαντα [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30· τόφρ’ ἀναχωρείτω Λ. 189, πρβλ. Δ. 305, Υ. 335, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, [[ὀπίσω]] ἀν. Ἡρόδ. 4. 183., 5. 94, κτλ., εἰς [[τοὐπίσω]] Λυσ. 140. 6· ἐς [[τοὔπισθεν]] Ἀριστοφ. Πλ. 1208· ἀνακεχωρήκεσαν, εἶχον ἀποχωρήσῃ ἢ ὑποστρέψῃ, Θουκ. 8. 15· ἀν φυγῇ Πλάτ. Συμπ. 221Α. 3) ἀποχωρῶ ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. τόπου, ἀνεχώρησαν μεγάροιο Ὀδ. Χ. 270· καὶ παρὰ πεζοῖς [[μετὰ]] πασῶν τῶν προθέσεων ὅσαι σημαίνουσι κίνησιν εἰς τόπον ἢ ἀπὸ τόπου, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 143· ἐπ’ οἴκου Θουκ. 1. 30· ὑπὸ τὸ [[τεῖχος]] Ξεν., κτλ., ὑπὸ Βοιωτῶν ἀν. εἰς Ἀθήνας, ἠναγκάσθησαν ὑπὸ Β. ἀποχωρῆσαι εἰς Ἀθήνας, Ἡρόδ. 5. 61. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὸν νόμιμον κτήτορα, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα ὁ αὐτ. 7. 4· [[οὕτως]], ἡ ποινὴ ἀν. εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 115. 13: πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 83Α· ἀν. ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀποχωρῶ ἐκ τοῦ δημοσίου βίου, ἐκ τοῦ κόσμου, Πολύβ. 29. 10, 5· πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 9. 4: - ἀπολ., ἀποσύρομαι, παραιτοῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 524. Πλάτ. Συμπ. 175Α· ἀνακεχωρηκυῖα [[χώρα]], [[μέρος]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ κόσμου, παράμερον, «μοναχικόν», Λατ. locus in recessu, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 4· [[πολισμάτιον]] .. ἀνακεχωρηκὸς μὲν ἀπὸ θαλάσσης, μεμακρυσμένον, Πολύβ. 2. 11, 16· εἴ που τι ἀνακεχωρηκὸς [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]] εὕρηται, τοῦτο θηρῶντες, ἀπηρχαιωμένον [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. Ρητορ. [[τέχνη]] 10. 7. | |||
}} | }} |