3,274,917
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχωρέω''': [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], πόλιν δὲ ἄψ ἀναχωρήσουσιν Ἰλ. Κ. 210. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 461. 2) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὑποχωρῶ ἢ ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς μάχης, [[ἀλλά]] σ’ ἐγώ γε ἀναχωρήσαντα [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30· τόφρ’ ἀναχωρείτω Λ. 189, πρβλ. Δ. 305, Υ. 335, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, [[ὀπίσω]] ἀν. Ἡρόδ. 4. 183., 5. 94, κτλ., εἰς [[τοὐπίσω]] Λυσ. 140. 6· ἐς [[τοὔπισθεν]] Ἀριστοφ. Πλ. 1208· ἀνακεχωρήκεσαν, εἶχον ἀποχωρήσῃ ἢ ὑποστρέψῃ, Θουκ. 8. 15· ἀν φυγῇ Πλάτ. Συμπ. 221Α. 3) ἀποχωρῶ ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. τόπου, ἀνεχώρησαν μεγάροιο Ὀδ. Χ. 270· καὶ παρὰ πεζοῖς [[μετὰ]] πασῶν τῶν προθέσεων ὅσαι σημαίνουσι κίνησιν εἰς τόπον ἢ ἀπὸ τόπου, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 143· ἐπ’ οἴκου Θουκ. 1. 30· ὑπὸ τὸ [[τεῖχος]] Ξεν., κτλ., ὑπὸ Βοιωτῶν ἀν. εἰς Ἀθήνας, ἠναγκάσθησαν ὑπὸ Β. ἀποχωρῆσαι εἰς Ἀθήνας, Ἡρόδ. 5. 61. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὸν νόμιμον κτήτορα, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα ὁ αὐτ. 7. 4· [[οὕτως]], ἡ ποινὴ ἀν. εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 115. 13: πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 83Α· ἀν. ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀποχωρῶ ἐκ τοῦ δημοσίου βίου, ἐκ τοῦ κόσμου, Πολύβ. 29. 10, 5· πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 9. 4: - ἀπολ., ἀποσύρομαι, παραιτοῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 524. Πλάτ. Συμπ. 175Α· ἀνακεχωρηκυῖα [[χώρα]], [[μέρος]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ κόσμου, παράμερον, «μοναχικόν», Λατ. locus in recessu, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 4· [[πολισμάτιον]] .. ἀνακεχωρηκὸς μὲν ἀπὸ θαλάσσης, μεμακρυσμένον, Πολύβ. 2. 11, 16· εἴ που τι ἀνακεχωρηκὸς [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]] εὕρηται, τοῦτο θηρῶντες, ἀπηρχαιωμένον [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. Ρητορ. [[τέχνη]] 10. 7. | |lstext='''ἀναχωρέω''': [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], πόλιν δὲ ἄψ ἀναχωρήσουσιν Ἰλ. Κ. 210. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 461. 2) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὑποχωρῶ ἢ ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς μάχης, [[ἀλλά]] σ’ ἐγώ γε ἀναχωρήσαντα [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30· τόφρ’ ἀναχωρείτω Λ. 189, πρβλ. Δ. 305, Υ. 335, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, [[ὀπίσω]] ἀν. Ἡρόδ. 4. 183., 5. 94, κτλ., εἰς [[τοὐπίσω]] Λυσ. 140. 6· ἐς [[τοὔπισθεν]] Ἀριστοφ. Πλ. 1208· ἀνακεχωρήκεσαν, εἶχον ἀποχωρήσῃ ἢ ὑποστρέψῃ, Θουκ. 8. 15· ἀν φυγῇ Πλάτ. Συμπ. 221Α. 3) ἀποχωρῶ ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. τόπου, ἀνεχώρησαν μεγάροιο Ὀδ. Χ. 270· καὶ παρὰ πεζοῖς [[μετὰ]] πασῶν τῶν προθέσεων ὅσαι σημαίνουσι κίνησιν εἰς τόπον ἢ ἀπὸ τόπου, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 143· ἐπ’ οἴκου Θουκ. 1. 30· ὑπὸ τὸ [[τεῖχος]] Ξεν., κτλ., ὑπὸ Βοιωτῶν ἀν. εἰς Ἀθήνας, ἠναγκάσθησαν ὑπὸ Β. ἀποχωρῆσαι εἰς Ἀθήνας, Ἡρόδ. 5. 61. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὸν νόμιμον κτήτορα, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα ὁ αὐτ. 7. 4· [[οὕτως]], ἡ ποινὴ ἀν. εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 115. 13: πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 83Α· ἀν. ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀποχωρῶ ἐκ τοῦ δημοσίου βίου, ἐκ τοῦ κόσμου, Πολύβ. 29. 10, 5· πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 9. 4: - ἀπολ., ἀποσύρομαι, παραιτοῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 524. Πλάτ. Συμπ. 175Α· ἀνακεχωρηκυῖα [[χώρα]], [[μέρος]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ κόσμου, παράμερον, «μοναχικόν», Λατ. locus in recessu, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 4· [[πολισμάτιον]] .. ἀνακεχωρηκὸς μὲν ἀπὸ θαλάσσης, μεμακρυσμένον, Πολύβ. 2. 11, 16· εἴ που τι ἀνακεχωρηκὸς [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]] εὕρηται, τοῦτο θηρῶντες, ἀπηρχαιωμένον [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. Ρητορ. [[τέχνη]] 10. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> retourner sur ses pas : ἐπ’ [[οἴκοι]] THC revenir chez soi;<br /><b>2</b> reculer (devant l’ennemi);<br /><b>3</b> se retirer, s’éloigner de, gén. ; [[ὑπό]] τινος HDT être forcé par qqn de se retirer ; <i>fig.</i> ἔκ τινος s’abstenir de qch;<br /><b>4</b> passer par succession à, revenir à : ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε [[ἐς]] τὸν παῖδα HDT la royauté revenait à son fils.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χωρέω]]. | |||
}} | }} |