Anonymous

ἀρήγω: Difference between revisions

From LSJ
2,372 bytes added ,  5 August 2017
6_3
(13_6b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0349.png Seite 349]] helfen, beistehen, Hom. nicht selten, nur in der Ilias, meist im praes., fast überall von Hülfe im Kriege; τινί, Iliad. 2, 363 ὡς [[φρήτρη]] φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις; 16, 701 Τρώεσσι δ' ἀρήγων; τινί τινι, 1, 521 [[καί]] τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν; fut. 1, 77 ἦ μέν μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν; 5, 833 Ἀργείοισιν ἀρήξειν; 14, 265 ἃς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Ζῆν ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο. – Tragg.; Pind.; ἀρήγει, es hilft, c. inf., Aesch. Eum. 541, vgl. Pind. P. 2, 63; ἀρήγειν τι, etwas abwehren, ἅλωσιν Suppl. 112; so Sp. Medic.; φόνον τέκνοις, Mord von den Kindern, Eur. Med. 1275. – Seltener in Prosa, Her. 7, 136; τῇ χώρᾳ ἀρήγειν, das Land beschützen, Xen. Oec. 5, 7; τοῖς φίλοις Cyr. 1, 5, 13. Vgl. [[ἀρκέω]], Buttmann Lexil. 1 S. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0349.png Seite 349]] helfen, beistehen, Hom. nicht selten, nur in der Ilias, meist im praes., fast überall von Hülfe im Kriege; τινί, Iliad. 2, 363 ὡς [[φρήτρη]] φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις; 16, 701 Τρώεσσι δ' ἀρήγων; τινί τινι, 1, 521 [[καί]] τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν; fut. 1, 77 ἦ μέν μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν; 5, 833 Ἀργείοισιν ἀρήξειν; 14, 265 ἃς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Ζῆν ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο. – Tragg.; Pind.; ἀρήγει, es hilft, c. inf., Aesch. Eum. 541, vgl. Pind. P. 2, 63; ἀρήγειν τι, etwas abwehren, ἅλωσιν Suppl. 112; so Sp. Medic.; φόνον τέκνοις, Mord von den Kindern, Eur. Med. 1275. – Seltener in Prosa, Her. 7, 136; τῇ χώρᾳ ἀρήγειν, das Land beschützen, Xen. Oec. 5, 7; τοῖς φίλοις Cyr. 1, 5, 13. Vgl. [[ἀρκέω]], Buttmann Lexil. 1 S. 5.
}}
{{ls
|lstext='''ἀρήγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, βοηθῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, [[συντρέχω]], τινὶ Ἰλ. Β. 363, κ. ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· ἀείποτε βοηθῶ τινα ἐν πολέμῳ, [[συχν]]. [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ τρόπου, μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν Ἰλ. Α. 521., Ε. 507· καί μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Α. 77· [[καθόλου]], ἐπικουρῶ, βοηθῶ, ἐκ δ’ ἄρ’ ἄτλατον [[βέλος]] πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει, φοβερὸς [[τρόμος]] κατέλαβε τὰς γυναῖκας, ὅσαι ἔτυχον περὶ τὴν θεραπείαν τῆς Ἀλκμήνης καὶ τὴν κοίτην, Πινδ. Ν. 1. 73, πρβλ. Π. 2. 115· θνητοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 267, καὶ [[συχν]]. παρὰ Τραγ. καὶ ἐν χωρίοις, ἐν οἷς παρῳδοῦνται οἱ Τραγικοὶ ὑπὸ τῶν κωμ., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ’; Ἀριστοφ. Θεσμ. 696, πρβλ. Πλ. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Ἡρόδ. 7. 236· τοῖς φίλοις ἀρ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· συντελῶ πρὸς ἴασιν νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 108, πρβλ. 395. 6. 2) ἀπρόσ. μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ Λατ. juval, φέρειν ἀρήγει, «συμβάλλεται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 173· προσήκει, σιγᾶν ἀρήγει Αἰσχύλ. Εὐμ. 571. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[ἀποκρούω]], [[ἐμποδίζω]], ἄρηξον... ἅλωσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 119· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἀρκέω]], ἀρ. τινί τι, [[ἀποτρέπω]], [[προλαμβάνω]] καὶ [[ἐμποδίζω]] τι, [[σπεύδω]] [[ὅπως]] σώσω τινὰ ἐκ κινδύνου, ἀρῆξαι φόνον δοκεῖ μοι τέκνοις Εὐρ. Μήδ. 1275, πρβλ. Τρῳ. 772. (Συγγενὲς τῷ [[ἀρκέω]], arceo, ἴδε ἐν λέξει [[ἄλαλκε]]).
}}
}}