Anonymous

ἀρήγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρήγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, βοηθῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, [[συντρέχω]], τινὶ Ἰλ. Β. 363, κ. ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· ἀείποτε βοηθῶ τινα ἐν πολέμῳ, [[συχν]]. [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ τρόπου, μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν Ἰλ. Α. 521., Ε. 507· καί μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Α. 77· [[καθόλου]], ἐπικουρῶ, βοηθῶ, ἐκ δ’ ἄρ’ ἄτλατον [[βέλος]] πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει, φοβερὸς [[τρόμος]] κατέλαβε τὰς γυναῖκας, ὅσαι ἔτυχον περὶ τὴν θεραπείαν τῆς Ἀλκμήνης καὶ τὴν κοίτην, Πινδ. Ν. 1. 73, πρβλ. Π. 2. 115· θνητοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 267, καὶ [[συχν]]. παρὰ Τραγ. καὶ ἐν χωρίοις, ἐν οἷς παρῳδοῦνται οἱ Τραγικοὶ ὑπὸ τῶν κωμ., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ’; Ἀριστοφ. Θεσμ. 696, πρβλ. Πλ. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Ἡρόδ. 7. 236· τοῖς φίλοις ἀρ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· συντελῶ πρὸς ἴασιν νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 108, πρβλ. 395. 6. 2) ἀπρόσ. μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ Λατ. juval, φέρειν ἀρήγει, «συμβάλλεται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 173· προσήκει, σιγᾶν ἀρήγει Αἰσχύλ. Εὐμ. 571. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[ἀποκρούω]], [[ἐμποδίζω]], ἄρηξον... ἅλωσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 119· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἀρκέω]], ἀρ. τινί τι, [[ἀποτρέπω]], [[προλαμβάνω]] καὶ [[ἐμποδίζω]] τι, [[σπεύδω]] [[ὅπως]] σώσω τινὰ ἐκ κινδύνου, ἀρῆξαι φόνον δοκεῖ μοι τέκνοις Εὐρ. Μήδ. 1275, πρβλ. Τρῳ. 772. (Συγγενὲς τῷ [[ἀρκέω]], arceo, ἴδε ἐν λέξει [[ἄλαλκε]]).
|lstext='''ἀρήγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, βοηθῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, [[συντρέχω]], τινὶ Ἰλ. Β. 363, κ. ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· ἀείποτε βοηθῶ τινα ἐν πολέμῳ, [[συχν]]. [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ τρόπου, μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν Ἰλ. Α. 521., Ε. 507· καί μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Α. 77· [[καθόλου]], ἐπικουρῶ, βοηθῶ, ἐκ δ’ ἄρ’ ἄτλατον [[βέλος]] πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει, φοβερὸς [[τρόμος]] κατέλαβε τὰς γυναῖκας, ὅσαι ἔτυχον περὶ τὴν θεραπείαν τῆς Ἀλκμήνης καὶ τὴν κοίτην, Πινδ. Ν. 1. 73, πρβλ. Π. 2. 115· θνητοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 267, καὶ [[συχν]]. παρὰ Τραγ. καὶ ἐν χωρίοις, ἐν οἷς παρῳδοῦνται οἱ Τραγικοὶ ὑπὸ τῶν κωμ., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ’; Ἀριστοφ. Θεσμ. 696, πρβλ. Πλ. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Ἡρόδ. 7. 236· τοῖς φίλοις ἀρ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· συντελῶ πρὸς ἴασιν νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 108, πρβλ. 395. 6. 2) ἀπρόσ. μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ Λατ. juval, φέρειν ἀρήγει, «συμβάλλεται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 173· προσήκει, σιγᾶν ἀρήγει Αἰσχύλ. Εὐμ. 571. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[ἀποκρούω]], [[ἐμποδίζω]], ἄρηξον... ἅλωσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 119· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἀρκέω]], ἀρ. τινί τι, [[ἀποτρέπω]], [[προλαμβάνω]] καὶ [[ἐμποδίζω]] τι, [[σπεύδω]] [[ὅπως]] σώσω τινὰ ἐκ κινδύνου, ἀρῆξαι φόνον δοκεῖ μοι τέκνοις Εὐρ. Μήδ. 1275, πρβλ. Τρῳ. 772. (Συγγενὲς τῷ [[ἀρκέω]], arceo, ἴδε ἐν λέξει [[ἄλαλκε]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀρήξω, <i>ao. impér.</i> ἄρηξον, <i>2ᵉ pl.</i> ἀρήξατε, <i>inf.</i> ἀρῆξαι;<br /><b>1</b> secourir, défendre : τινί qqn ; • <i>impers.</i> il est utile de, il est bon de, inf.;<br /><b>2</b> écarter, repousser (un ennemi, un danger) : ἅλωσιν ESCHL empêcher la prise d’une ville ; φόνον τέκνοις EUR empêcher le meurtre de ses enfants.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀρκ repousser.
}}
}}