Anonymous

τελεσφορέω: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_3)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] 1) bis zu Ende austragen, von Schwangern; übh. zur Reise, Vollendung bringen, Sp. – 2) Abgaben bezahlen, Xen. Vect. 3, 5; dah. auch eintragen, nützen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] 1) bis zu Ende austragen, von Schwangern; übh. zur Reise, Vollendung bringen, Sp. – 2) Abgaben bezahlen, Xen. Vect. 3, 5; dah. auch eintragen, nützen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''τελεσφορέω''': [[φέρω]] καρπὸν εἰς πλήρη ὡριμότητα, καρποφορῶ τελείως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 14. - Παθ., τελεσφορουμένων καρπῶν Διόδ. 2. 36. 2) ἐπὶ ζῴων, [[τίκτω]] τέλειον, τελείως ἀνεπτυγμένον [[τέκνον]], Ἀρτεμίδ. 1. 16. 3) [[καθόλου]], ποιῶ τι τέλειον, [[φέρω]] εἰς τελειότητα, ἔαρ τ. νοῦσον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. - Παθ., φέρομαι εἰς τελειότητα, Λογγῖν. 14. 6. ΙΙ. πληρώνω φόρον ἢ [[τέλος]], Ξεν. Πόροι 3, 5. ΙΙΙ. μυῶ, μυσταγωγῶ, τινὰ Εὐστ. Πονημάτ. 341. 1.
}}
}}