Anonymous

τελεσφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελεσφορέω''': [[φέρω]] καρπὸν εἰς πλήρη ὡριμότητα, καρποφορῶ τελείως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 14. - Παθ., τελεσφορουμένων καρπῶν Διόδ. 2. 36. 2) ἐπὶ ζῴων, [[τίκτω]] τέλειον, τελείως ἀνεπτυγμένον [[τέκνον]], Ἀρτεμίδ. 1. 16. 3) [[καθόλου]], ποιῶ τι τέλειον, [[φέρω]] εἰς τελειότητα, ἔαρ τ. νοῦσον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. - Παθ., φέρομαι εἰς τελειότητα, Λογγῖν. 14. 6. ΙΙ. πληρώνω φόρον ἢ [[τέλος]], Ξεν. Πόροι 3, 5. ΙΙΙ. μυῶ, μυσταγωγῶ, τινὰ Εὐστ. Πονημάτ. 341. 1.
|lstext='''τελεσφορέω''': [[φέρω]] καρπὸν εἰς πλήρη ὡριμότητα, καρποφορῶ τελείως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 14. - Παθ., τελεσφορουμένων καρπῶν Διόδ. 2. 36. 2) ἐπὶ ζῴων, [[τίκτω]] τέλειον, τελείως ἀνεπτυγμένον [[τέκνον]], Ἀρτεμίδ. 1. 16. 3) [[καθόλου]], ποιῶ τι τέλειον, [[φέρω]] εἰς τελειότητα, ἔαρ τ. νοῦσον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. - Παθ., φέρομαι εἰς τελειότητα, Λογγῖν. 14. 6. ΙΙ. πληρώνω φόρον ἢ [[τέλος]], Ξεν. Πόροι 3, 5. ΙΙΙ. μυῶ, μυσταγωγῶ, τινὰ Εὐστ. Πονημάτ. 341. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mener à terme, faire parvenir à maturité;<br /><b>2</b> payer un impôt, une contribution.<br />'''Étymologie:''' [[τελεσφόρος]].
}}
}}