Anonymous

φορύνω: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = [[φύρω]], eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = [[φύρω]], eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604.
}}
{{ls
|lstext='''φορύνω''': [ῠ], ὡς τὸ [[μολύνω]], [[μολύνω]], κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. [[φορύσσω]].
}}
}}