3,274,917
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορύνω''': [ῠ], ὡς τὸ [[μολύνω]], [[μολύνω]], κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. [[φορύσσω]]. | |lstext='''φορύνω''': [ῠ], ὡς τὸ [[μολύνω]], [[μολύνω]], κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο [[γαῖα]] Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. [[φορύσσω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. Pass. impf.</i> ἐφορυνόμην;<br />mêler, faire un mélange.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φύρω]]. | |||
}} | }} |