Anonymous

θολερός: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(13_6b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] ([[θολός]]), kothig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ [[ῥεῦμα]], Thuc. 2, 102; θολ. καὶ [[πηλώδης]] [[ποταμός]] Plat. Phaed. 113 a; ὕδατος θολερὰν καὶ βαθεῖαν ἀνάπνευσιν Tim. 92; τὸ θολερόν, dem καθαρὸν [[ὕδωρ]] entggstzt, Ath. VII, 298 b. Auch θολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig, Plat. Tim. 58 d, wie νεφέλαι Antiphil. 31 (IX, 277); [[οὖρον]] Hippocr. Uebh. unrein, schmutzig, προσώπου χρῶτα Ael. H. A. 14, 9; sprichwörtl. ὕδατι νίζεινθολερὰν πλίνθον Theocr. 16, 62; τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος, die Unreinlichkeit, Plut. Symp. 4, 5, 2. – Uebtr., λαμπρὸν δὲ θολερῷ [[δῶμα]] συμμίξας τὸ σὸν ἥλκωσας οἴκους Eur. Suppl. 222; beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden, Aesch. Prom. 887; [[Αἴας]] θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Soph. Ai. 205, in Sinnesverwirrung erkrankt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] ([[θολός]]), kothig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ [[ῥεῦμα]], Thuc. 2, 102; θολ. καὶ [[πηλώδης]] [[ποταμός]] Plat. Phaed. 113 a; ὕδατος θολερὰν καὶ βαθεῖαν ἀνάπνευσιν Tim. 92; τὸ θολερόν, dem καθαρὸν [[ὕδωρ]] entggstzt, Ath. VII, 298 b. Auch θολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig, Plat. Tim. 58 d, wie νεφέλαι Antiphil. 31 (IX, 277); [[οὖρον]] Hippocr. Uebh. unrein, schmutzig, προσώπου χρῶτα Ael. H. A. 14, 9; sprichwörtl. ὕδατι νίζεινθολερὰν πλίνθον Theocr. 16, 62; τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος, die Unreinlichkeit, Plut. Symp. 4, 5, 2. – Uebtr., λαμπρὸν δὲ θολερῷ [[δῶμα]] συμμίξας τὸ σὸν ἥλκωσας οἴκους Eur. Suppl. 222; beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden, Aesch. Prom. 887; [[Αἴας]] θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Soph. Ai. 205, in Sinnesverwirrung erkrankt.
}}
{{ls
|lstext='''θολερός''': -ά, -όν, ([[θολός]]) [[πλήρης]] ἰλύος, λασπώδης, [[πυκνός]], τεταραγμένος, ἀντίθετον τῷ καθαρὸς ἢ [[λαμπρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ τεταραγμένου ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 53, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, Θουκ. 2. 102· θ. καὶ [[πηλώδης]] Πλάτ. Φαίδ. 113Α· οὕτω, μεταφ., λαμπρὸν δὲ θολερῷ [[σῶμα]] συμμίξας Εὐρ. Ἱκέτ. 222· [[ὡσαύτως]], θολ. αὕρα Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945· ἀὴρ Πλάτ. Τιμ. 58D ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος)· [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 27· νεφέλαι Ἀνθ. ΙΙ. 9. 277· χρὼς Αἰλ. π. Ζ. 14. 9· [[λίθος]] Θεόκρ. 16. 62· Συγκρ. -ώτερος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 4· - τὸ θολερόν, [[θολερότης]], Πλούτ. 2. 670Α. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. turbidus, τεταραγμένος [[ἕνεκα]] πάθους ἢ μανίας, συγκεχυμένος, θολεροὶ λόγοι, τεταραγμένοι λόγοι πάθους, ὀργῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, μὲ τεταραγμένην θύελλαν μανίας, Σοφ. Αἴ. 206· [[ὀργίλος]], ἐξωργισμένος, Νικ. Θηρ. 131. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κωμ. Ἀνών. 131b.
}}
}}