3,274,873
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θολερός''': -ά, -όν, ([[θολός]]) [[πλήρης]] ἰλύος, λασπώδης, [[πυκνός]], τεταραγμένος, ἀντίθετον τῷ καθαρὸς ἢ [[λαμπρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ τεταραγμένου ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 53, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, Θουκ. 2. 102· θ. καὶ [[πηλώδης]] Πλάτ. Φαίδ. 113Α· οὕτω, μεταφ., λαμπρὸν δὲ θολερῷ [[σῶμα]] συμμίξας Εὐρ. Ἱκέτ. 222· [[ὡσαύτως]], θολ. αὕρα Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945· ἀὴρ Πλάτ. Τιμ. 58D ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος)· [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 27· νεφέλαι Ἀνθ. ΙΙ. 9. 277· χρὼς Αἰλ. π. Ζ. 14. 9· [[λίθος]] Θεόκρ. 16. 62· Συγκρ. -ώτερος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 4· - τὸ θολερόν, [[θολερότης]], Πλούτ. 2. 670Α. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. turbidus, τεταραγμένος [[ἕνεκα]] πάθους ἢ μανίας, συγκεχυμένος, θολεροὶ λόγοι, τεταραγμένοι λόγοι πάθους, ὀργῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, μὲ τεταραγμένην θύελλαν μανίας, Σοφ. Αἴ. 206· [[ὀργίλος]], ἐξωργισμένος, Νικ. Θηρ. 131. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κωμ. Ἀνών. 131b. | |lstext='''θολερός''': -ά, -όν, ([[θολός]]) [[πλήρης]] ἰλύος, λασπώδης, [[πυκνός]], τεταραγμένος, ἀντίθετον τῷ καθαρὸς ἢ [[λαμπρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ τεταραγμένου ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 53, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, Θουκ. 2. 102· θ. καὶ [[πηλώδης]] Πλάτ. Φαίδ. 113Α· οὕτω, μεταφ., λαμπρὸν δὲ θολερῷ [[σῶμα]] συμμίξας Εὐρ. Ἱκέτ. 222· [[ὡσαύτως]], θολ. αὕρα Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945· ἀὴρ Πλάτ. Τιμ. 58D ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος)· [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 27· νεφέλαι Ἀνθ. ΙΙ. 9. 277· χρὼς Αἰλ. π. Ζ. 14. 9· [[λίθος]] Θεόκρ. 16. 62· Συγκρ. -ώτερος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 4· - τὸ θολερόν, [[θολερότης]], Πλούτ. 2. 670Α. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. turbidus, τεταραγμένος [[ἕνεκα]] πάθους ἢ μανίας, συγκεχυμένος, θολεροὶ λόγοι, τεταραγμένοι λόγοι πάθους, ὀργῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, μὲ τεταραγμένην θύελλαν μανίας, Σοφ. Αἴ. 206· [[ὀργίλος]], ἐξωργισμένος, Νικ. Θηρ. 131. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κωμ. Ἀνών. 131b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> bourbeux ; trouble;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> sale;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> troublé, égaré (par la passion <i>ou</i> la folie).<br />'''Étymologie:''' [[θολός]]. | |||
}} | }} |