Anonymous

ἐξαράομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] ἐξαράσασθαι od. ἐξάρασθαι (ἐξαρᾶσθαι?) als v. l. für ἐξειργάσθαι Aesch. 3, 116; VLL. erkl. durch Gebete einweihen. In tmesi ἐκ δ' ἀρὰς ήρᾶτο Soph. Ant. 423.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] ἐξαράσασθαι od. ἐξάρασθαι (ἐξαρᾶσθαι?) als v. l. für ἐξειργάσθαι Aesch. 3, 116; VLL. erkl. durch Gebete einweihen. In tmesi ἐκ δ' ἀρὰς ήρᾶτο Soph. Ant. 423.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξαράομαι''': ἀποθ., καταρῶμαι, [[μετὰ]] συστ. αἰτ., ἐκ δ’ ἀρὰς κακὰς [[ἠρᾶτο]] τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις Σοφ. Ἀντ. 427. ΙΙ. τελῶ εὐχάς, ἐπὶ ἱδρύσεως ναοῦ, ὅτι χρυσᾶς ἀσπίδας ἀνέθηκεν (ὁ [[δῆμος]] τῶν Ἀθηναίων) πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαράσασθαι, «ἐξαράσασθαι δέ ἐστι τὸ ἐκτελέσαι τὰς ἀράς, [[τουτέστι]] τὰς εὐχάς, ἃς ἐπὶ ταῖς ἱδρύσεσι τῶν ναῶν εἰώθασι ποιεῖσθαι» (Ἁρποκρ.), Αἰσχίν. [[Κατὰ]] Κτησιφ. 32. 3. Διάφορ. γραφ. πρὶν ἐξειργάσθαι.
}}
}}