ἐξαράομαι
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
A utter curses, ἐκ δ' ἀρὰς ἠρᾶτο S.Ant.427.
II dedicate with solemn prayers, νεών Aeschin.3.116.
Spanish (DGE)
1 maldecir c. ac. int. ἐκ δ' ἀρὰς κακὰς ἠρᾶτο S.Ant.427 (tm.).
2 hacer votos a los dioses, antes de la dedicación de un templo, Harp.s.u. ἐξαράσασθαι, Phot.ε 1109.
German (Pape)
[Seite 871] ἐξαράσασθαι od. ἐξάρασθαι (ἐξαρᾶσθαι?) als v.l. für ἐξειργάσθαι Aesch. 3, 116; VLL. erkl. durch Gebete einweihen. In tmesi ἐκ δ' ἀρὰς ήρᾶτο Soph. Ant. 423.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
seul. inf. ao. ἐξαράσασθαι;
dédier avec des prières solennelles.
Étymologie: ἐξ, ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαράομαι:
1 проклинать: ἐ. ἀρὰς κακάς τινι Soph. in tmesi осыпать страшными проклятиями кого-л.;
2 торжественно освящать (sc. τὸν καινὸν νεών Aeschin. - v.l. ἐξείργομαι).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαράομαι: ἀποθ., καταρῶμαι, μετὰ συστ. αἰτ., ἐκ δ’ ἀρὰς κακὰς ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις Σοφ. Ἀντ. 427. ΙΙ. τελῶ εὐχάς, ἐπὶ ἱδρύσεως ναοῦ, ὅτι χρυσᾶς ἀσπίδας ἀνέθηκεν (ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων) πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαράσασθαι, «ἐξαράσασθαι δέ ἐστι τὸ ἐκτελέσαι τὰς ἀράς, τουτέστι τὰς εὐχάς, ἃς ἐπὶ ταῖς ἱδρύσεσι τῶν ναῶν εἰώθασι ποιεῖσθαι» (Ἁρποκρ.), Αἰσχίν. Κατὰ Κτησιφ. 32. 3. Διάφορ. γραφ. πρὶν ἐξειργάσθαι.
Greek Monotonic
ἐξαράομαι: αποθ., ξεστομίζω κατάρες, καταριέμαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
Dep. to utter curses, Soph.