Anonymous

ἐνεργέω: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] wirken, thätig sein, bes. von geistiger Thätigkeit, Arist. u. Sp. Auch τί, bewirken, hervorbringen, thun, πάντα κατὰ δύναμιν Pol. 17, 14, 18; τὴν συμμαχίαν 27, 1, 12; Sp., bes. N. T. – Euphemistisch = βινεῖν; ἐνήργει Theocr. 4, 61; Alciphr. 3, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] wirken, thätig sein, bes. von geistiger Thätigkeit, Arist. u. Sp. Auch τί, bewirken, hervorbringen, thun, πάντα κατὰ δύναμιν Pol. 17, 14, 18; τὴν συμμαχίαν 27, 1, 12; Sp., bes. N. T. – Euphemistisch = βινεῖν; ἐνήργει Theocr. 4, 61; Alciphr. 3, 55.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνεργέω''': εἶμαι ἐν ἐνεργείᾳ, ἐνεργῶ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 2· ἰδίως ἐπὶ διανοητικῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 15, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[συχν]]. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. (Ἐπιστ. π. Ρωμ. ζ΄, 5, κ. ἀλλ.): ― Παθ., τῷ ἐνεργεῖσθαι Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 2, 20, πρβλ. Φυσ. 2. 3. 14. ΙΙ. μεταβ., ἐνεργῶ, ἐκτελῶ τι, Πολύβ. 17. 14, 8, κλ. - Παθ., ὁ [[πόλεμος]] ἐνηργεῖτο ὁ αὐτ. 1. 13, 5· τὰ ἐνεργούμενα, τὰ ἐκτελούμενα πράγματα, ὁ αὐτ. 9. 12, 7· ἐπὶ μεταλλείων, ἐνεργοῦνται (ἐνεργοὶ Blass), εὑρίσκονται ἐν ἐνεργείᾳ. Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 45· οἱ ἐνεργούμενοι, οἱ κατεχόμενοι ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων, διαμονιζόμενοι, Ἀθαν. ΙΙ. 933Α, Ἰω. Χρυσ. Ι. 468 Ε. κλ. ΙΙΙ. κατ. εὐφημ. ἀντὶ τοῦ βινεῖν, in opere esse, καὶ [[ποτὶ]] τᾷ μάνδρᾳ κατελάμβανον [[ἆμος]] ἐνήργει Θεόκρ. 4. 61· ἐν. τινὰ Ἀλκίφρ. 3. 55.
}}
}}