Anonymous

προσπταίω: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_7_1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0779.png Seite 779]] anstoßen; τὸ [[γόνυ]], Her. 6, 134; τὴν χεῖρα, τὸν πόδα, sich an die Hand, den Fuß stoßen, damit anstoßen, straucheln; auch [[πρός]] τι, πρὸς τὸν Ἄθων, Her. 7, 22, vgl. 6, 44; μὴ προσπταίσας τις χωλεύσῃ, Xen. Hell. 3, 3, 3. – Dah. übtr., unglücklich sein, bes. im Kriege, eine Niederlage erleiden, ναυμαχίῃ, in einer Seeschlacht, Her. 9, 107; [[μεγάλως]] προσπταῖσαι, 1, 16. 2, 161. 6, 95. 7, 170. 210; im Ggstz von εὐτυχεῖν, 3, 40; auch [[πρός]] τινα, gegen Einen Nachtheil, Verlust im Kriege daben, 1, 65. 6, 45; [[περί]] τινι, 9, 101, ἀλλὰ μὴ προσπταίσαντας [[καθάπερ]] παῖδας ἐν τῷ βοᾶν διατρίβειν, Plat. Rep. X. 604 c; Arist. Eth. 5, 9, Dem. 8, 61 ἀλλ' [[ἀνάγκη]] τούτοις ὡς προβόλοις προσπταίοντας ὑστερίζειν ἐκείνων; öfter bei Sp., wie Luc. u. Plut. – Auch τινί , bei Einem anstoßen, seinen Unwillen erregen, ihm Anlaß zur Feindschaft geben, Plut. Pericl. 32 Cat. min. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0779.png Seite 779]] anstoßen; τὸ [[γόνυ]], Her. 6, 134; τὴν χεῖρα, τὸν πόδα, sich an die Hand, den Fuß stoßen, damit anstoßen, straucheln; auch [[πρός]] τι, πρὸς τὸν Ἄθων, Her. 7, 22, vgl. 6, 44; μὴ προσπταίσας τις χωλεύσῃ, Xen. Hell. 3, 3, 3. – Dah. übtr., unglücklich sein, bes. im Kriege, eine Niederlage erleiden, ναυμαχίῃ, in einer Seeschlacht, Her. 9, 107; [[μεγάλως]] προσπταῖσαι, 1, 16. 2, 161. 6, 95. 7, 170. 210; im Ggstz von εὐτυχεῖν, 3, 40; auch [[πρός]] τινα, gegen Einen Nachtheil, Verlust im Kriege daben, 1, 65. 6, 45; [[περί]] τινι, 9, 101, ἀλλὰ μὴ προσπταίσαντας [[καθάπερ]] παῖδας ἐν τῷ βοᾶν διατρίβειν, Plat. Rep. X. 604 c; Arist. Eth. 5, 9, Dem. 8, 61 ἀλλ' [[ἀνάγκη]] τούτοις ὡς προβόλοις προσπταίοντας ὑστερίζειν ἐκείνων; öfter bei Sp., wie Luc. u. Plut. – Auch τινί , bei Einem anstoßen, seinen Unwillen erregen, ihm Anlaß zur Feindschaft geben, Plut. Pericl. 32 Cat. min. 30.
}}
{{ls
|lstext='''προσπταίω''': Δωρ. ποτιπταίω, Κόϊντ. Σμ. 7. 81· - [[προσκρούω]], [[προσκόπτω]], τὸ γόνυ Ἡρόδ. 6. 134· πρ. τὸν [[πόδα]], [[προσκόπτω]] τὸν [[πόδα]] μου [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, «σκοντάπτω», Πλουτ. Ἀγησ. 3· οὕτω πρ. πόδεσσι Κόϊντ. Σμ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀπολ., [[προσκόπτω]], Ἀριστοφ. Πλ. 121, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Πολ. 604C. 3) [[μετὰ]] δοτ. ἀντικειμένου, [[προσκρούω]] ἐπί τινος, τινὶ Δημ. 104. ἐν τέλ. 4) [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐμπροθέτου πτώσεως, π. περὶ τῶν Ἄθων, ἐπὶ πλοίων, [[προσκρούω]], [[προσαράσσω]], συντρίβομαι, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. 6. 44· πρ. πρὸς τὸν οὐδὸν Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 17· ἐν τῇ ὁδῷ Θεοφρ. Χαρ. 15. 5) [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς πνοῆς, [[πνεῦμα]] ἐν τῇ ἄνω φορῇ προσπταίει, ἐμποδίζεται, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 391· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἀριστ. Προβλ. 11. 60· προσπταίειν... ποιεῖ τὸν ἀκροατήν, ἀγανακτεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 6. ΙΙ. μεταφ., [[ἀποτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτυχέω]], Ἡρόδ. 3. 40., 5. 62· [[μάλιστα]] [[ἀποτυγχάνω]] ἐν πολέμῳ, ἡττῶμαι, ναυμαχίῃ 9. 107· [[μεγάλως]] προσπταῖσαι 1. 16., 2. 161, κλπ.· πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον, ἠτύχουν, δὲν ἀνεδεικνύοντο νικηταί, 1. 65· τῷ πεζῷ προσπταίσας πρὸς τοὺς Βρύγους, ἀτυχήσας, 6. 45. ΙΙΙ. πρ. τινί, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, ὡς δὲ διὰ Φειδίου προσέπταισε τῷ δήμῳ Πλουτ. Περικλ. 32, Κάτων Νεώτ. 30.
}}
}}