Anonymous

προσπταίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπταίω''': Δωρ. ποτιπταίω, Κόϊντ. Σμ. 7. 81· - [[προσκρούω]], [[προσκόπτω]], τὸ γόνυ Ἡρόδ. 6. 134· πρ. τὸν [[πόδα]], [[προσκόπτω]] τὸν [[πόδα]] μου [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, «σκοντάπτω», Πλουτ. Ἀγησ. 3· οὕτω πρ. πόδεσσι Κόϊντ. Σμ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀπολ., [[προσκόπτω]], Ἀριστοφ. Πλ. 121, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Πολ. 604C. 3) [[μετὰ]] δοτ. ἀντικειμένου, [[προσκρούω]] ἐπί τινος, τινὶ Δημ. 104. ἐν τέλ. 4) [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐμπροθέτου πτώσεως, π. περὶ τῶν Ἄθων, ἐπὶ πλοίων, [[προσκρούω]], [[προσαράσσω]], συντρίβομαι, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. 6. 44· πρ. πρὸς τὸν οὐδὸν Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 17· ἐν τῇ ὁδῷ Θεοφρ. Χαρ. 15. 5) [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς πνοῆς, [[πνεῦμα]] ἐν τῇ ἄνω φορῇ προσπταίει, ἐμποδίζεται, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 391· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἀριστ. Προβλ. 11. 60· προσπταίειν... ποιεῖ τὸν ἀκροατήν, ἀγανακτεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 6. ΙΙ. μεταφ., [[ἀποτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτυχέω]], Ἡρόδ. 3. 40., 5. 62· [[μάλιστα]] [[ἀποτυγχάνω]] ἐν πολέμῳ, ἡττῶμαι, ναυμαχίῃ 9. 107· [[μεγάλως]] προσπταῖσαι 1. 16., 2. 161, κλπ.· πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον, ἠτύχουν, δὲν ἀνεδεικνύοντο νικηταί, 1. 65· τῷ πεζῷ προσπταίσας πρὸς τοὺς Βρύγους, ἀτυχήσας, 6. 45. ΙΙΙ. πρ. τινί, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, ὡς δὲ διὰ Φειδίου προσέπταισε τῷ δήμῳ Πλουτ. Περικλ. 32, Κάτων Νεώτ. 30.
|lstext='''προσπταίω''': Δωρ. ποτιπταίω, Κόϊντ. Σμ. 7. 81· - [[προσκρούω]], [[προσκόπτω]], τὸ γόνυ Ἡρόδ. 6. 134· πρ. τὸν [[πόδα]], [[προσκόπτω]] τὸν [[πόδα]] μου [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, «σκοντάπτω», Πλουτ. Ἀγησ. 3· οὕτω πρ. πόδεσσι Κόϊντ. Σμ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀπολ., [[προσκόπτω]], Ἀριστοφ. Πλ. 121, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Πολ. 604C. 3) [[μετὰ]] δοτ. ἀντικειμένου, [[προσκρούω]] ἐπί τινος, τινὶ Δημ. 104. ἐν τέλ. 4) [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐμπροθέτου πτώσεως, π. περὶ τῶν Ἄθων, ἐπὶ πλοίων, [[προσκρούω]], [[προσαράσσω]], συντρίβομαι, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. 6. 44· πρ. πρὸς τὸν οὐδὸν Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 17· ἐν τῇ ὁδῷ Θεοφρ. Χαρ. 15. 5) [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς πνοῆς, [[πνεῦμα]] ἐν τῇ ἄνω φορῇ προσπταίει, ἐμποδίζεται, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 391· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἀριστ. Προβλ. 11. 60· προσπταίειν... ποιεῖ τὸν ἀκροατήν, ἀγανακτεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 6. ΙΙ. μεταφ., [[ἀποτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτυχέω]], Ἡρόδ. 3. 40., 5. 62· [[μάλιστα]] [[ἀποτυγχάνω]] ἐν πολέμῳ, ἡττῶμαι, ναυμαχίῃ 9. 107· [[μεγάλως]] προσπταῖσαι 1. 16., 2. 161, κλπ.· πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον, ἠτύχουν, δὲν ἀνεδεικνύοντο νικηταί, 1. 65· τῷ πεζῷ προσπταίσας πρὸς τοὺς Βρύγους, ἀτυχήσας, 6. 45. ΙΙΙ. πρ. τινί, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, ὡς δὲ διὰ Φειδίου προσέπταισε τῷ δήμῳ Πλουτ. Περικλ. 32, Κάτων Νεώτ. 30.
}}
{{bailly
|btext=<b>A.</b> <i>tr.</i> heurter contre : τὸ [[γόνυ]] HDT se heurter le genou;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> <b>I.</b> se heurter : [[τῷ]] ποδὶ λίθῳ LUC heurter du pied contre une pierre ; [[πρός]] [[τι]] <i>ou</i> τινί se heurter contre qch;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> être déçu;<br /><b>2</b> se heurter contre, choquer, offenser, τινι;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> éprouver un échec.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πταίω]].
}}
}}