Anonymous

ἦθος: Difference between revisions

From LSJ
4,213 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_7_3)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1157.png Seite 1157]] τό (vgl. [[ἔθος]]), 1) der gewohnte <b class="b2">Aufenthalt, Wohnsitz</b>, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤθεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od. 14, 411, also <b class="b2">Stall</b>, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον [[ζῷον]] εἰς τὰ ἤθεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤθεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., [[Κιμμέριοι]] ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤθεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος θεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤθη Hel. 281; sp. D., ἤθεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει [[ὀπίσω]] εἰς τὰ ἤθεα τὰ [[αὑτοῦ]], An. 5, 20, 6; [[ἔνθα]] φίλα τὰ ἤθη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ κατὰ τρόπον ἤθει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν [[ἑαυτοῦ]] φονέα ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς [[ἑαυτοῦ]] συνηθείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Uebergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) <b class="b2">Gewohnheit</b>, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; [[ἦθος]] ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤθεα καὶ [[κέαρ]] ἀπαράμυθον Prom. 184; ὦ μιαρὸν [[ἦθος]] Soph. Ant. 742; παιδεύειν [[ἦθος]] Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤθη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤθεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤθεσι παιδευθέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ [[ἦθος]], mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; [[φιλόπολις]] τὸ [[ἦθος]] Thuc. bei Poll. 9, 26; [[βελτίων]] τὸ [[ἦθος]] Dem. 20, 14; ἀσθενὴς τὸ [[ἦθος]] Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤθει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤθη, Ath. VI, 260 d, [[κράτιστος]] τὰ ἤθη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤθεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤθη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤθει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤθη, Ath. I, 1 e. – Vgl. [[ἔθος]]; Plat. vrbdt τρόπων ἤθεσι καὶ ἔθεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤθη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ [[ἦθος]] Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Ggstz von [[πάθος]]. S. die compp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1157.png Seite 1157]] τό (vgl. [[ἔθος]]), 1) der gewohnte <b class="b2">Aufenthalt, Wohnsitz</b>, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤθεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od. 14, 411, also <b class="b2">Stall</b>, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον [[ζῷον]] εἰς τὰ ἤθεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤθεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., [[Κιμμέριοι]] ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤθεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος θεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤθη Hel. 281; sp. D., ἤθεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει [[ὀπίσω]] εἰς τὰ ἤθεα τὰ [[αὑτοῦ]], An. 5, 20, 6; [[ἔνθα]] φίλα τὰ ἤθη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ κατὰ τρόπον ἤθει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν [[ἑαυτοῦ]] φονέα ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς [[ἑαυτοῦ]] συνηθείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Uebergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) <b class="b2">Gewohnheit</b>, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; [[ἦθος]] ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤθεα καὶ [[κέαρ]] ἀπαράμυθον Prom. 184; ὦ μιαρὸν [[ἦθος]] Soph. Ant. 742; παιδεύειν [[ἦθος]] Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤθη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤθεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤθεσι παιδευθέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ [[ἦθος]], mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; [[φιλόπολις]] τὸ [[ἦθος]] Thuc. bei Poll. 9, 26; [[βελτίων]] τὸ [[ἦθος]] Dem. 20, 14; ἀσθενὴς τὸ [[ἦθος]] Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤθει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤθη, Ath. VI, 260 d, [[κράτιστος]] τὰ ἤθη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤθεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤθη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤθει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤθη, Ath. I, 1 e. – Vgl. [[ἔθος]]; Plat. vrbdt τρόπων ἤθεσι καὶ ἔθεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤθη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ [[ἦθος]] Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Ggstz von [[πάθος]]. S. die compp.
}}
{{ls
|lstext='''ἦθος''': -εος, τὸ, (ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἔθος]], ἴδε Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1)· - [[συνήθης]] [[διαμονή]], [[ἐνδιαίτημα]]· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ πληθ. τὰ μέρη, [[ἔνθα]] συχνάζουσιν ἢ κατοικοῦσι ζῷα, μετά τ’ ἤθεα καὶ νόμον ἵππων Ἰλ. Ζ. 511· σύας ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Ὀδ. Ξ. 411· ἐπὶ λεόντων, Ἡρόδ. 7. 125· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 93· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων οἰκήσεων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 166, 523, Ἡρόδ. 1. 15, 157, κτλ.· - σπάν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 64, Εὐρ. Ἑλ. 274, Ἀριστ. Κόσμ. 6, 16· - ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι, μακρὰν τοῦ συνήθους μέρους [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 142· ἐπὶ δένδρων, Καλλίστρ. 154. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἔθος]], [[συνήθεια]], ἔθιμον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136, Ἡρόδ. 2. 80, 35, κ. ἀλλ. 2) οἱ τρόποι καὶ τὰ ἔθιμα τῶν ἀνθρώπων, ἡ [[διάθεσις]] αὐτῶν, ὁ [[χαρακτήρ]], Λατ. ingenium, mores, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, 78· [[ἦθος]] ἐμφυὲς Πίνδ. Ο. 11 (10). 20· ἀκίχητα ἤθεα, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Πρ. 184· τοὐμὸν [[ἦθος]] παιδεύειν Σοφ. Αἴ. 595· ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 745· τὸ τῆς πόλεως [[ἦθος]] Ἰσοκρ. 21Α· τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης Πλάτ. Πολιτ. 400D, Δημ. 1406. 5· διὰ τὸ [[ἦθος]] καὶ τὴν ἀγωγὴν [[πρᾶος]], [[βελτίων]], [[ἀσθενής]] τὸ [[ἦθος]], [[ἤπιος]], κτλ. κατὰ τὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Φαίδρ. 243Β, Δημ. 460. 28, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1· σπανιώτερον κατὰ δοτ., [[ἀγοραῖος]] τῷ ἤθει Θεόφρ. Χαρ. 6· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὡς ἱλαρὸν τὸ [[ἦθος]] Ξεν. Συμπ. 8, 3· ὑψηλὸς τῷ ἤθει Πλάτ. Δίωνι 4. β) ἐν τῇ Ρητορ., ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ [[διάθεσις]] τοῦ ἀγορεύοντος ἐντυπούμενα διὰ τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]] εἰς τοὺς ἀκροατάς, ἠθικὴ [[ἐντύπωσις]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 3., 2. 21, 16· κατ’ [[ἦθος]] λέγεσθαι, ἀντίθ. κατὰ [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, πρβλ. Quintil. 6. 2, 8 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς ἠθικῆς ἐντυπώσεως, ἣν ἐμποιεῖ [[ἄγαλμα]], Φιλόστρ. 683· οὕτω, poëma moratum, Cic. Div. 1. § 66, πρβλ. Hor. A. P. 319. - Ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ. 2, τὸ [[ἦθος]] κεῖται σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ., πλὴν [[ὁπόταν]] λέγηται ἐπὶ πολλῶν προσώπων, ἀλλ’ ἴδε τοὺς συγγραφεῖς τοὺς ἀναφερομένους παρὰ τῷ Λοβ. Φρυν. 364· 3) ἐν τῷ πληθ. [[καθόλου]], ἐπὶ τρόπων, ὡς τὸ Λατ. mores, Ἡσ. Θ. 66, Ἡρόδ. 4. 106, Θουκ. 2. 61· ἤθεσι καὶ ἔθεσι, [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Νόμοι 968D· τρόποι καὶ ἤθη [[αὐτόθι]] 896Ε· ἡ περὶ τὰ ἤθη [[πραγματεία]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7, κτλ. 4) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἦθος]] τὸ [[πρόσθε]] τοκήων ([[οὕτως]] ὁ Coningt. ἀντὶ [[ἔθος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 727, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1219, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 12, κτλ.· - ἐπὶ πραγμάτων, [[φύσις]], [[εἶδος]], τοῦ πυρετοῦ Γαλην.
}}
}}