Anonymous

ἦθος: Difference between revisions

From LSJ
877 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἦθος''': -εος, τὸ, (ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἔθος]], ἴδε Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1)· - [[συνήθης]] [[διαμονή]], [[ἐνδιαίτημα]]· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ πληθ. τὰ μέρη, [[ἔνθα]] συχνάζουσιν ἢ κατοικοῦσι ζῷα, μετά τ’ ἤθεα καὶ νόμον ἵππων Ἰλ. Ζ. 511· σύας ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Ὀδ. Ξ. 411· ἐπὶ λεόντων, Ἡρόδ. 7. 125· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 93· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων οἰκήσεων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 166, 523, Ἡρόδ. 1. 15, 157, κτλ.· - σπάν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 64, Εὐρ. Ἑλ. 274, Ἀριστ. Κόσμ. 6, 16· - ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι, μακρὰν τοῦ συνήθους μέρους [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 142· ἐπὶ δένδρων, Καλλίστρ. 154. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἔθος]], [[συνήθεια]], ἔθιμον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136, Ἡρόδ. 2. 80, 35, κ. ἀλλ. 2) οἱ τρόποι καὶ τὰ ἔθιμα τῶν ἀνθρώπων, ἡ [[διάθεσις]] αὐτῶν, ὁ [[χαρακτήρ]], Λατ. ingenium, mores, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, 78· [[ἦθος]] ἐμφυὲς Πίνδ. Ο. 11 (10). 20· ἀκίχητα ἤθεα, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Πρ. 184· τοὐμὸν [[ἦθος]] παιδεύειν Σοφ. Αἴ. 595· ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 745· τὸ τῆς πόλεως [[ἦθος]] Ἰσοκρ. 21Α· τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης Πλάτ. Πολιτ. 400D, Δημ. 1406. 5· διὰ τὸ [[ἦθος]] καὶ τὴν ἀγωγὴν [[πρᾶος]], [[βελτίων]], [[ἀσθενής]] τὸ [[ἦθος]], [[ἤπιος]], κτλ. κατὰ τὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Φαίδρ. 243Β, Δημ. 460. 28, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1· σπανιώτερον κατὰ δοτ., [[ἀγοραῖος]] τῷ ἤθει Θεόφρ. Χαρ. 6· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὡς ἱλαρὸν τὸ [[ἦθος]] Ξεν. Συμπ. 8, 3· ὑψηλὸς τῷ ἤθει Πλάτ. Δίωνι 4. β) ἐν τῇ Ρητορ., ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ [[διάθεσις]] τοῦ ἀγορεύοντος ἐντυπούμενα διὰ τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]] εἰς τοὺς ἀκροατάς, ἠθικὴ [[ἐντύπωσις]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 3., 2. 21, 16· κατ’ [[ἦθος]] λέγεσθαι, ἀντίθ. κατὰ [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, πρβλ. Quintil. 6. 2, 8 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς ἠθικῆς ἐντυπώσεως, ἣν ἐμποιεῖ [[ἄγαλμα]], Φιλόστρ. 683· οὕτω, poëma moratum, Cic. Div. 1. § 66, πρβλ. Hor. A. P. 319. - Ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ. 2, τὸ [[ἦθος]] κεῖται σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ., πλὴν [[ὁπόταν]] λέγηται ἐπὶ πολλῶν προσώπων, ἀλλ’ ἴδε τοὺς συγγραφεῖς τοὺς ἀναφερομένους παρὰ τῷ Λοβ. Φρυν. 364· 3) ἐν τῷ πληθ. [[καθόλου]], ἐπὶ τρόπων, ὡς τὸ Λατ. mores, Ἡσ. Θ. 66, Ἡρόδ. 4. 106, Θουκ. 2. 61· ἤθεσι καὶ ἔθεσι, [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Νόμοι 968D· τρόποι καὶ ἤθη [[αὐτόθι]] 896Ε· ἡ περὶ τὰ ἤθη [[πραγματεία]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7, κτλ. 4) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἦθος]] τὸ [[πρόσθε]] τοκήων ([[οὕτως]] ὁ Coningt. ἀντὶ [[ἔθος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 727, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1219, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 12, κτλ.· - ἐπὶ πραγμάτων, [[φύσις]], [[εἶδος]], τοῦ πυρετοῦ Γαλην.
|lstext='''ἦθος''': -εος, τὸ, (ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἔθος]], ἴδε Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1)· - [[συνήθης]] [[διαμονή]], [[ἐνδιαίτημα]]· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ πληθ. τὰ μέρη, [[ἔνθα]] συχνάζουσιν ἢ κατοικοῦσι ζῷα, μετά τ’ ἤθεα καὶ νόμον ἵππων Ἰλ. Ζ. 511· σύας ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Ὀδ. Ξ. 411· ἐπὶ λεόντων, Ἡρόδ. 7. 125· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 93· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων οἰκήσεων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 166, 523, Ἡρόδ. 1. 15, 157, κτλ.· - σπάν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 64, Εὐρ. Ἑλ. 274, Ἀριστ. Κόσμ. 6, 16· - ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι, μακρὰν τοῦ συνήθους μέρους [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 142· ἐπὶ δένδρων, Καλλίστρ. 154. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἔθος]], [[συνήθεια]], ἔθιμον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136, Ἡρόδ. 2. 80, 35, κ. ἀλλ. 2) οἱ τρόποι καὶ τὰ ἔθιμα τῶν ἀνθρώπων, ἡ [[διάθεσις]] αὐτῶν, ὁ [[χαρακτήρ]], Λατ. ingenium, mores, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, 78· [[ἦθος]] ἐμφυὲς Πίνδ. Ο. 11 (10). 20· ἀκίχητα ἤθεα, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Πρ. 184· τοὐμὸν [[ἦθος]] παιδεύειν Σοφ. Αἴ. 595· ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 745· τὸ τῆς πόλεως [[ἦθος]] Ἰσοκρ. 21Α· τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης Πλάτ. Πολιτ. 400D, Δημ. 1406. 5· διὰ τὸ [[ἦθος]] καὶ τὴν ἀγωγὴν [[πρᾶος]], [[βελτίων]], [[ἀσθενής]] τὸ [[ἦθος]], [[ἤπιος]], κτλ. κατὰ τὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Φαίδρ. 243Β, Δημ. 460. 28, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1· σπανιώτερον κατὰ δοτ., [[ἀγοραῖος]] τῷ ἤθει Θεόφρ. Χαρ. 6· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὡς ἱλαρὸν τὸ [[ἦθος]] Ξεν. Συμπ. 8, 3· ὑψηλὸς τῷ ἤθει Πλάτ. Δίωνι 4. β) ἐν τῇ Ρητορ., ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ [[διάθεσις]] τοῦ ἀγορεύοντος ἐντυπούμενα διὰ τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]] εἰς τοὺς ἀκροατάς, ἠθικὴ [[ἐντύπωσις]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 3., 2. 21, 16· κατ’ [[ἦθος]] λέγεσθαι, ἀντίθ. κατὰ [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, πρβλ. Quintil. 6. 2, 8 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς ἠθικῆς ἐντυπώσεως, ἣν ἐμποιεῖ [[ἄγαλμα]], Φιλόστρ. 683· οὕτω, poëma moratum, Cic. Div. 1. § 66, πρβλ. Hor. A. P. 319. - Ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ. 2, τὸ [[ἦθος]] κεῖται σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ., πλὴν [[ὁπόταν]] λέγηται ἐπὶ πολλῶν προσώπων, ἀλλ’ ἴδε τοὺς συγγραφεῖς τοὺς ἀναφερομένους παρὰ τῷ Λοβ. Φρυν. 364· 3) ἐν τῷ πληθ. [[καθόλου]], ἐπὶ τρόπων, ὡς τὸ Λατ. mores, Ἡσ. Θ. 66, Ἡρόδ. 4. 106, Θουκ. 2. 61· ἤθεσι καὶ ἔθεσι, [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Νόμοι 968D· τρόποι καὶ ἤθη [[αὐτόθι]] 896Ε· ἡ περὶ τὰ ἤθη [[πραγματεία]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7, κτλ. 4) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἦθος]] τὸ [[πρόσθε]] τοκήων ([[οὕτως]] ὁ Coningt. ἀντὶ [[ἔθος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 727, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1219, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 12, κτλ.· - ἐπὶ πραγμάτων, [[φύσις]], [[εἶδος]], τοῦ πυρετοῦ Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>au plur.</i> séjour habituel, demeure, résidence (écurie, étable, repaire, pâturage, <i>etc.</i>) ; <i>abs.</i> région où le soleil se lève;<br /><b>II.</b> caractère habituel :<br /><b>1</b> coutume, usage;<br /><b>2</b> manière d’être <i>ou</i> habitudes d’une personne, caractère : [[ἦθος]] τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης PLAT disposition de l’âme, de l’esprit ; τῆς πόλεως ISOCR caractère de la cité ; <i>t. de rhét.</i> impression morale (produite par un orateur) ; <i>p. ext.</i> τὰ ἤθη la personne elle-même;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> mœurs : ἤθη καὶ ἔθη, τρόποι καὶ ἤθη PLAT le caractère et les mœurs.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝήθος, ion. c. [[ἔθος]], de la R. ΣϜεθ.
}}
}}