Anonymous

ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_2)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀρᾱρότως''': ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ [[ἀραρίσκω]], στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, [[προσηρμοσμένως]], [[ἁρμοζόντως]], ἀσφαλῶς· [[ὅθεν]] καὶ τὸ ἄραρεν, [[παγίως]] δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
}}
}}