Anonymous

ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρᾱρότως''': ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ [[ἀραρίσκω]], στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, [[προσηρμοσμένως]], [[ἁρμοζόντως]], ἀσφαλῶς· [[ὅθεν]] καὶ τὸ ἄραρεν, [[παγίως]] δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
|lstext='''ἀρᾱρότως''': ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ [[ἀραρίσκω]], στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, [[προσηρμοσμένως]], [[ἁρμοζόντως]], ἀσφαλῶς· [[ὅθεν]] καὶ τὸ ἄραρεν, [[παγίως]] δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />fermement, solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραρώς]].
}}
}}