Anonymous

πομπή: Difference between revisions

From LSJ
2,998 bytes added ,  5 August 2017
6_9
(13_7_2)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0678.png Seite 678]] ἡ, Sendung, <b class="b2">Geleit</b>, mit dem Nebenbegriffe des Wegzeigens und des Schutzes, ὁ βῆ Λυκίηνδε θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ, Il. 6, 171, vgl. Od. 5, 32; Ζεφύροιο πομπαί, Pind. N. 7, 29; auch Entsendung in die Heimath, Heimsendung, [[ἔπειτα]] δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 192, vgl. 193. 8, 545. 11, 332, wobei immer an die Beschaffung der zur Reise nöthigen Dinge zu denken, vgl. bes. 15, 150. 176. 180; [[ὄφρα]] τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρός, 6, 290; αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ' ἱκέσθαι, 7, 151; πομπᾷ Διὸς ξενίου, Aesch. Ag. 728; vgl. πομπαῖσιν Ἀφροδίτας, Εὐρυσθέως, Eur. Hel. 1131 Herc. Fur. 580; aber πομπὴν τείνειν ist = Weg machen, Aesch. Spt. 595; ὑπ' εὐθύφρονι πομπᾷ, Geleit, Eum. 987; οὐρίας πομπῆς σπανίζων, Eur. I. A. 352; πομπὴν πέμπειν τινί, Ar. Ach. 236 u. öfter. – Ein feierlicher Aufzug unter großem Geleit, eine Procession, μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80, vgl. N. 7, 46 P. 5, 85; Her. 2, 45; [[περί]] τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας, Thuc. 2, 13 u. öfter; πομπὰς ποιεῖσθαι, Plat. Legg. VII, 796 c; auch übertr., εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει, Ax. 369 d. Bei den Römern = Triumphzug. – Das Senden, Schicken, ἐνυπνίου, Plat. Rep. II, 343 a; [[αὐτός]] μοι πομπὴν παρασκευάσειν ἔφη, er werde meine Ueberfahrt besorgen. Ep. VII, 345 e. – Aber θείη [[πομπή]] ist = göttliche Schickung, Fügung, g. Antrieb, Her. 1, 62. 3, 77. 4, 152. 8, 94 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0678.png Seite 678]] ἡ, Sendung, <b class="b2">Geleit</b>, mit dem Nebenbegriffe des Wegzeigens und des Schutzes, ὁ βῆ Λυκίηνδε θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ, Il. 6, 171, vgl. Od. 5, 32; Ζεφύροιο πομπαί, Pind. N. 7, 29; auch Entsendung in die Heimath, Heimsendung, [[ἔπειτα]] δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 192, vgl. 193. 8, 545. 11, 332, wobei immer an die Beschaffung der zur Reise nöthigen Dinge zu denken, vgl. bes. 15, 150. 176. 180; [[ὄφρα]] τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρός, 6, 290; αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ' ἱκέσθαι, 7, 151; πομπᾷ Διὸς ξενίου, Aesch. Ag. 728; vgl. πομπαῖσιν Ἀφροδίτας, Εὐρυσθέως, Eur. Hel. 1131 Herc. Fur. 580; aber πομπὴν τείνειν ist = Weg machen, Aesch. Spt. 595; ὑπ' εὐθύφρονι πομπᾷ, Geleit, Eum. 987; οὐρίας πομπῆς σπανίζων, Eur. I. A. 352; πομπὴν πέμπειν τινί, Ar. Ach. 236 u. öfter. – Ein feierlicher Aufzug unter großem Geleit, eine Procession, μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80, vgl. N. 7, 46 P. 5, 85; Her. 2, 45; [[περί]] τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας, Thuc. 2, 13 u. öfter; πομπὰς ποιεῖσθαι, Plat. Legg. VII, 796 c; auch übertr., εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει, Ax. 369 d. Bei den Römern = Triumphzug. – Das Senden, Schicken, ἐνυπνίου, Plat. Rep. II, 343 a; [[αὐτός]] μοι πομπὴν παρασκευάσειν ἔφη, er werde meine Ueberfahrt besorgen. Ep. VII, 345 e. – Aber θείη [[πομπή]] ist = göttliche Schickung, Fügung, g. Antrieb, Her. 1, 62. 3, 77. 4, 152. 8, 94 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πομπή''': ἡ, ([[πέμπω]]) [[ὁδηγία]], συνοδεία, θεῶν ὑπ’ ἀμύμονι πομπῇ Ἰλ. Ζ. 171· [[οὔτε]] θεῶν π. [[οὔτε]] θνητῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ε. 32· [[δόμεναι]] π. Ι. 518· πομπᾷ Διὸς ξενίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 748· [[οὐρία]] π., ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Εὐρ. Ι. Α. 352· [[ὡσαύτως]], ἀνταίαν πνεῦσαι π. [[αὐτόθι]] 1324· οὕτω βραδύτερον ἐν τῷ πληθ., Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Πινδ. Π. 5. 122· Ζεφύροιο πομπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 42· βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 58, κτλ. β) συγκεκριμ., συνοδεία, οἱ συνοδεύοντες, ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1034, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 352, κτλ. 2) τὸ προπέμπειν ἢ πέμπειν τινὰ εἰς τὴν πατρίδα, [[ἔπειτα]] δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 191, πρβλ. Θ. 545, κτλ.· [[ὄφρα]] τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς Ζ. 290· τεύχειν πομπήν τινι Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292. 3) τὸ πέμπειν, ἀποστέλλειν, θεοῦ τινος πομπῇ, κατ’ ἀποστολὴν θεοῦ τινος, ἐπὶ ὀνείρου, Ἡρόδ. 7. 16, 2, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 383Α· κατὰ σημείων πομπὰς [[αὐτόθι]] 382Ε· [[ἁπλῶς]], [[ἀποστολή]], ξύλων Θουκ. 4. 108. 4) θείῃ πομπῇ Ἡρόδ. 1. 62., 3. 77, κτλ.· πρβλ. συναλλαγὴ ΙΙ. ΙΙ. δημοτελὴς [[πομπή]], Λατ. pompa, ὑπὸ πομπῆς, ἐν πομπῇ, Ἡρόδ. 2. 45· σὺν πομπῇ 7. 197· πομπὴν πέμπειν 5. 56, Ἀριστοφ. Ὄρν. 849, Θουκ. 6. 56· τινι, εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 247· μήλων κνισάεσσα [[πομπή]], τὰ κρέατα τῶν πρὸς θυσίαν σφαγέντων προβάτων φερόμενα ἐν πομπῇ, Πινδ. Ο. 7. 145· τὰς πομπὰς πέμπουσιν (πρβλ. [[πέμπω]] ΙΙΙ) Δημ. 47· 14· ― ἐν Ρώμῃ, θριαμβευτικὴ [[πομπή]], Πολύβ., κλπ. 2) [[τείνω]] π., ὁδηγῶ μακρὰν πομπὴν ἐπὶ ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Θήβ. 613, Εὐρ. Ρῆσ. 229. 3) μεταφορ., πομπώδης [[ἐπίδειξις]], εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν Πλάτ. Ἀξίοχ. 369D. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον: «πομπὴ καὶ [[πομπεία]] διαφέρει· πομπὴ μὲν γάρ, ἣν τοῖς θεοῖς πέμπουσι· [[πομπεία]] δὲ ἡ [[λοιδορία]]».
}}
}}