3,277,068
edits
(13_6a) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] ἡ, Proceß (ἐν αἷς [[περί]] τινος ἀμφισβήτησίς ἐστιν, ὅτῳ προσήκει [[μᾶλλον]], B. A. 236), in dem man um einen Vorzug bei Ehrenämtern streitet (τὴν τῶν ἀριστείων Plat. Legg. XII, 952 d) od. behauptet, daß Einem weniger zugemuthet werden dürfe, als dem Andern, s. Meier u. Schöm. att. Proc. S. 367 ff. Auch Proceß gegen die Staatskasse, wenn man auf das confiscirte Vermögen eines Andern Ansprüche macht, Lys. 17, 1; Dem. 28, 17; vgl. Plat. Legg. XI, 916 c 937 d; – τὴν διαδικασίαν ἀναβάλλεσθαι, die Entscheidung eines Processes aufschieben, Xen. Cyr. 8, 1, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] ἡ, Proceß (ἐν αἷς [[περί]] τινος ἀμφισβήτησίς ἐστιν, ὅτῳ προσήκει [[μᾶλλον]], B. A. 236), in dem man um einen Vorzug bei Ehrenämtern streitet (τὴν τῶν ἀριστείων Plat. Legg. XII, 952 d) od. behauptet, daß Einem weniger zugemuthet werden dürfe, als dem Andern, s. Meier u. Schöm. att. Proc. S. 367 ff. Auch Proceß gegen die Staatskasse, wenn man auf das confiscirte Vermögen eines Andern Ansprüche macht, Lys. 17, 1; Dem. 28, 17; vgl. Plat. Legg. XI, 916 c 937 d; – τὴν διαδικασίαν ἀναβάλλεσθαι, die Entscheidung eines Processes aufschieben, Xen. Cyr. 8, 1, 18. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαδῐκᾰσία''': ἡ, [[δίκη]], δι’ ἧς ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ τίς (ἐκ πολλῶν ἀξιούντων) εἶχε [[δικαίωμα]] εἴς τι [[προνόμιον]] ἢ ὑπέκειτο εἴς τινα δημοσίαν λειτουργίαν, ὡς καὶ τίς ἦτο ὁ δικαιοῦχος [[κληρονόμος]] τινὸς τεθνεῶτος (διαδ. κλήρου Δημ. 1082. 16), ἢ τίς εἶχε [[δικαίωμα]] νὰ λάβῃ γυναῖκα τὴν ἐπίκληρον, ἢ [[ὅπως]] ἀποφασίσῃ περὶ τῆς ἀξιώσεως, ἣν εἶχε [[πολίτης]] ἐπὶ χρημάτων ὀφειλομένων [[δῆθεν]] ἐκ περιουσίας δημευθείσης εἰς [[ὄφελος]] τοῦ δημοσίου ταμείου, Λυσ. 148. 11 ἢ περὶ ἀξιώσεως ἐξαιρέσεως ἀπὸ λειτουργίας, Δημ. 841. 5 ἢ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ τίς πρέπει νὰ πληρώσῃ χρήματά τινα ὀφειλόμενα [[ἕνεκα]] τῆς τριηραρχίας, ὁ αὐτ. 704. 9, κτλ.· - τὴν δ. ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 2349b. 2) μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ [[στρατήγιον]], [[διαφορά]], φιλονικία μεταξὺ τῶν ῥητόρων καὶ τῶν στρατηγῶν, Αἰσχίν, 74. 19· [[καθόλου]], τὴν τῶν ἀριστείων δ., ἅμιλλαν περὶ δημοσίων τιμῶν, Πλάτ. Νόμ. 952D. 3) διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις, θέτω τὸ [[ζήτημα]] εἰς ψηφοφορίαν, Διον. Ἁλ. 11. 21. | |||
}} | }} |