Anonymous

διαδικασία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδῐκᾰσία''': ἡ, [[δίκη]], δι’ ἧς ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ τίς (ἐκ πολλῶν ἀξιούντων) εἶχε [[δικαίωμα]] εἴς τι [[προνόμιον]] ἢ ὑπέκειτο εἴς τινα δημοσίαν λειτουργίαν, ὡς καὶ τίς ἦτο ὁ δικαιοῦχος [[κληρονόμος]] τινὸς τεθνεῶτος (διαδ. κλήρου Δημ. 1082. 16), ἢ τίς εἶχε [[δικαίωμα]] νὰ λάβῃ γυναῖκα τὴν ἐπίκληρον, ἢ [[ὅπως]] ἀποφασίσῃ περὶ τῆς ἀξιώσεως, ἣν εἶχε [[πολίτης]] ἐπὶ χρημάτων ὀφειλομένων [[δῆθεν]] ἐκ περιουσίας δημευθείσης εἰς [[ὄφελος]] τοῦ δημοσίου ταμείου, Λυσ. 148. 11 ἢ περὶ ἀξιώσεως ἐξαιρέσεως ἀπὸ λειτουργίας, Δημ. 841. 5 ἢ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ τίς πρέπει νὰ πληρώσῃ χρήματά τινα ὀφειλόμενα [[ἕνεκα]] τῆς τριηραρχίας, ὁ αὐτ. 704. 9, κτλ.· - τὴν δ. ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 2349b. 2) μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ [[στρατήγιον]], [[διαφορά]], φιλονικία μεταξὺ τῶν ῥητόρων καὶ τῶν στρατηγῶν, Αἰσχίν, 74. 19· [[καθόλου]], τὴν τῶν ἀριστείων δ., ἅμιλλαν περὶ δημοσίων τιμῶν, Πλάτ. Νόμ. 952D. 3) διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις, θέτω τὸ [[ζήτημα]] εἰς ψηφοφορίαν, Διον. Ἁλ. 11. 21.
|lstext='''διαδῐκᾰσία''': ἡ, [[δίκη]], δι’ ἧς ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ τίς (ἐκ πολλῶν ἀξιούντων) εἶχε [[δικαίωμα]] εἴς τι [[προνόμιον]] ἢ ὑπέκειτο εἴς τινα δημοσίαν λειτουργίαν, ὡς καὶ τίς ἦτο ὁ δικαιοῦχος [[κληρονόμος]] τινὸς τεθνεῶτος (διαδ. κλήρου Δημ. 1082. 16), ἢ τίς εἶχε [[δικαίωμα]] νὰ λάβῃ γυναῖκα τὴν ἐπίκληρον, ἢ [[ὅπως]] ἀποφασίσῃ περὶ τῆς ἀξιώσεως, ἣν εἶχε [[πολίτης]] ἐπὶ χρημάτων ὀφειλομένων [[δῆθεν]] ἐκ περιουσίας δημευθείσης εἰς [[ὄφελος]] τοῦ δημοσίου ταμείου, Λυσ. 148. 11 ἢ περὶ ἀξιώσεως ἐξαιρέσεως ἀπὸ λειτουργίας, Δημ. 841. 5 ἢ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ τίς πρέπει νὰ πληρώσῃ χρήματά τινα ὀφειλόμενα [[ἕνεκα]] τῆς τριηραρχίας, ὁ αὐτ. 704. 9, κτλ.· - τὴν δ. ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 2349b. 2) μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ [[στρατήγιον]], [[διαφορά]], φιλονικία μεταξὺ τῶν ῥητόρων καὶ τῶν στρατηγῶν, Αἰσχίν, 74. 19· [[καθόλου]], τὴν τῶν ἀριστείων δ., ἅμιλλαν περὶ δημοσίων τιμῶν, Πλάτ. Νόμ. 952D. 3) διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις, θέτω τὸ [[ζήτημα]] εἰς ψηφοφορίαν, Διον. Ἁλ. 11. 21.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ([[διαδικάζω]]) décision judiciaire;<br /><b>2</b> (διαδικάζομαι) diadicasie, <i>càd</i> action en justice pour statuer sur une contestation.<br />'''Étymologie:''' [[διαδικάζω]].
}}
}}