Anonymous

ἐξίτηλος: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_6b)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Ggstz von [[ἀληθινός]]; übh. verschwindend, vergänglich, [[τροφή]], nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; [[σπέρμα]], der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; [[φάρμακον]], Ath.; – ἐξίτηλον γίγνεσθαι, vergehen, verschwinden, [[γένος]] Her. 5, 39; ἡ τοῦ θεοῦ [[μοῖρα]] ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; [[ὥστε]] [[μηδέπω]] νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Ggstz von [[ἀληθινός]]; übh. verschwindend, vergänglich, [[τροφή]], nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; [[σπέρμα]], der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; [[φάρμακον]], Ath.; – ἐξίτηλον γίγνεσθαι, vergehen, verschwinden, [[γένος]] Her. 5, 39; ἡ τοῦ θεοῦ [[μοῖρα]] ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; [[ὥστε]] [[μηδέπω]] νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξίτηλος''': ῐ, ον, (ἐξιέναι) ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του, «ξεθωριασμένος», πορφυρίδας ἐξιτήλους Ξεν. Οἰκ. 10. 3· ἐπὶ ζωγραφημάτων, γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοι... ἦσαν ὑπὸ τοῦ χρόνου Παυσ. 10. 38, 9, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 44· γράμματα [[Πολυδ]]. Ε΄, 150. 2) μεταφ., ἐξ. [[τροφή]], τροφὴ ἀπολέσασα τὴν θρεπτικὴν αὐτῆς δύναμιν, Ἱππ. 380, 46· οὕτω καὶ ἐπὶ σπέρματος σπαρέντος εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, Πλάτ. Πολ. 497Β· ἐπὶ οἴνου ἀπολέσαντος τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], «’ξεθυμασμένος», Διοσκ. 5. 13· ἐξ. γενέσθαι, ἐπὶ οἰκογενείας, μὴ ὑπάρχειν πλέον, ἐκλιπεῖν, Ἡρόδ. 5. 39· κοὔπω [[σφιν]] ἐξίτηλον [[αἷμα]] δαιμόνων, [[οὔπω]] ἐξέλιπεν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Α· ἐξ. [[εἶναι]], ἐπὶ προσώπου, ἐκπίπτειν, Ἱππ. 28. 5· ἐπὶ πράξεων, «λησμονημένος», τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 94Β· ἐξ. ποιεῖν, ἐξαλείφειν, καταστρέφειν, Διοσκ. 2. 94. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξίτηλον· ἐξῶλες, ἀμαυρόν. ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ ἐξιέναι, ὅ ἐστιν ἐξελθεῖν. ἢ ἀνόητον. [[ἐξίτηλος]]· ὁ [[ὑπερήφανος]], [[βλάξ]]. διεφθαρμένος».
}}
}}