Anonymous

ἀπελπίζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_6a)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] 1) die Hoffnung aufgeben, verzweifeln, absol., Pol. 3, 63; τὰ πράγματα, τὴν σωτηρίαν, 1, 19. 2, 54; τῆς γῆς, τοῦ ζῆν, 1, 55. 15, 10; so auch vom Arzte, τινός, ihn aufgeben, c. inf., 16, 30, wie τὸ ζῆν, am Leben verzweifeln, D. Sic. 17, 106; [[περί]] τινος 2, 25. – Pass., aufgegeben werden, τόποι Pol. 7, 15; ἐλπίδες 24, 9. – 2) Einen hoffnungslos machen, ihn zur Verzweiflung bringen, Lucill. 41 (XI, 114). – 3) von Einem etwas hoffen, N. T., Luc. 6, 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] 1) die Hoffnung aufgeben, verzweifeln, absol., Pol. 3, 63; τὰ πράγματα, τὴν σωτηρίαν, 1, 19. 2, 54; τῆς γῆς, τοῦ ζῆν, 1, 55. 15, 10; so auch vom Arzte, τινός, ihn aufgeben, c. inf., 16, 30, wie τὸ ζῆν, am Leben verzweifeln, D. Sic. 17, 106; [[περί]] τινος 2, 25. – Pass., aufgegeben werden, τόποι Pol. 7, 15; ἐλπίδες 24, 9. – 2) Einen hoffnungslos machen, ihn zur Verzweiflung bringen, Lucill. 41 (XI, 114). – 3) von Einem etwas hoffen, N. T., Luc. 6, 35.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπελπίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: πρκμ. -ήλπικα: [[ἐγκαταλείπω]] τι ἐν ἀπελπισίᾳ, κοινῶς «ἀπελπίζομαι», [[μνημονευτέον]] ὡς τὸ μέλλον οὔθ’ ἡμέτερον [[οὔτε]] [[πάντως]] οὐχ’ ἡμέτερον, ἵνα [[μήτε]] [[πάντως]] προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτ’ ἀπελπίζωμεν ὡς [[πάντως]] οὐκ ἐσόμενον Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 127, Πολύβ. 1. 19, 12, κτλ. (ἴδε [[ἀπογιγνώσκω]]): - Παθ. ἐγκαταλείπομαι ἐν ἀπελπισίᾳ, ὁ αὐτ. 10. 6, 10. 2) ἀπ. τινος, χάνω τὴν ἐλπίδα μου περὶ τινος, ὁ αὐτ. 1. 55, 2, κ. ἀλλ., ἀπ. [[περί]] τινος Διόδ. 2. 25. 3) ἀπολ., [[ἐλπίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι δὲν θὰ συμβῇ, Διογ. Λ. 1. 59. ΙΙ. Μεταβατικ., [[φέρω]] εἰς ἀπελπισμόν, τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 114. ΙΙΙ. [[ἐλπίζω]] νὰ [[λάβω]] [[ὀπίσω]], προσδοκῶ ἀνταπόδοσιν, δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 35· αὕτη ἡ [[σημασία]] ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ.
}}
}}