Anonymous

ἀντικρούω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] (s. [[κρούω]]), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, [[πρός]] τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν [[αὐτοῦ]] φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] (s. [[κρούω]]), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, [[πρός]] τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν [[αὐτοῦ]] φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες [[Πολυδ]]. Β΄, 9, 11.
}}
}}