Anonymous

ἀκοντίζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] ([[ἄκων]]), den Speer werfen; oft bei Hom., welcher es nie vom Stoße mit dem Speergebraucht; ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος ohne Zusatz Iliad. 4, 498; μέλεον δ' ἠκόντισαν 16, 336; ἀκόντισε δουρί4, 496; ἀκόντισε δουρὶθοῶς 5, 533; τὼ δ' ἄρ' [[ὁμαρτήδην]] ὁμὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ' ἀκοντίσσαι, ὁ δ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ 13, 585; Od. 8, 229 δουρὶ δ' [[ἀκοντίζω]] ὅσον οὐκ [[ἄλλος]] τις ὀιστῷ; τινός Il. 13, 502, δουρί τινος 13, 183, αἰχμὰς θαμειὰς ἀκ. ἐκ χειρῶν 12, 44, ἐφ' Ἕκτορι 16, 359, ἐς ὅμιλον Od. 22, 263, τοῦ καθ' ὅμιλον Il. 4, 490; – Pind., Eur. u. Prosaiker; ἀκ. τὸν σῦν Her. 1, 43, τινὰ παλτῷ Xen. An. 1, 8, 19; pass. Hell. 4, 5, 13; Eur. Iph. T. 1335 ἐς [[ἧπαρ]] ἠκοντίζετο. – Eur. Or. 1234 εἴσωγῆς ἀκοντίζουσ' ἀραί, eindringen. – Bei Sp. D. vom Strahlen, Glanz verbreiten, σπινθῆρας Nonn. 40, 305, vgl. Eur. Ion. 1155.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] ([[ἄκων]]), den Speer werfen; oft bei Hom., welcher es nie vom Stoße mit dem Speergebraucht; ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος ohne Zusatz Iliad. 4, 498; μέλεον δ' ἠκόντισαν 16, 336; ἀκόντισε δουρί4, 496; ἀκόντισε δουρὶθοῶς 5, 533; τὼ δ' ἄρ' [[ὁμαρτήδην]] ὁμὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ' ἀκοντίσσαι, ὁ δ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ 13, 585; Od. 8, 229 δουρὶ δ' [[ἀκοντίζω]] ὅσον οὐκ [[ἄλλος]] τις ὀιστῷ; τινός Il. 13, 502, δουρί τινος 13, 183, αἰχμὰς θαμειὰς ἀκ. ἐκ χειρῶν 12, 44, ἐφ' Ἕκτορι 16, 359, ἐς ὅμιλον Od. 22, 263, τοῦ καθ' ὅμιλον Il. 4, 490; – Pind., Eur. u. Prosaiker; ἀκ. τὸν σῦν Her. 1, 43, τινὰ παλτῷ Xen. An. 1, 8, 19; pass. Hell. 4, 5, 13; Eur. Iph. T. 1335 ἐς [[ἧπαρ]] ἠκοντίζετο. – Eur. Or. 1234 εἴσωγῆς ἀκοντίζουσ' ἀραί, eindringen. – Bei Sp. D. vom Strahlen, Glanz verbreiten, σπινθῆρας Nonn. 40, 305, vgl. Eur. Ion. 1155.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ([[ἄκων]]) = [[ῥίπτω]] [[ἀκόντιον]] ἢ ἀπολύτ. = [[ῥίπτω]] [[ταχέως]], βάλλω: τινός, [[ἐναντίον]] τινὸς (πρβλ. [[στοχάζομαι]]), Αἴαντος... ἀκόντισε [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ, Ἰλ. Ξ. 402, πρβλ. Θ. 118· [[ὡσαύτως]], [[Αἴας]]... ἐφ’ Ἕκτορι... ἵετ’ ἀκοντίσσαι, Π. 359· ἀκ. ἐς ἢ καθ’ ὅμιλον. Ὀδ. Χ. 263, Ἰλ. Δ. 490: - τὸ [[ὅπλον]] κατὰ τὸ πλεῖστον τίθεται κατὰ δοτ. ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί, ὥρμησε μὲ τὸ [[δόρυ]] του, ἔρριψε μεθ’ ὁρμῆς τὸ [[δόρυ]], Ἰλ. Ε. 533· ἀκ. δουρὶ φαεινῷ, [[αὐτόθι]] 611 καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] κατ’ αἰτιατ. ἀκόντισαν [[ὀξέα]] δοῦρα, ἠκόντισαν τὰ [[ὀξέα]] δόρατα, Ὀδ. Χ. 265· ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν, Ἰλ. Μ. 44, πρβλ. Ξ. 422, Πινδ. Ι.1. 33: - μεταχειρίζομαι τὸ [[ἀκόντιον]], τοξεύειν καὶ ἀκ., Ἡρόδ. 4.114· ἀκ. ἀπὸ τῶν ἵππων [[ὀρθός]], Πλάτ. Μένων 33D. 2) μεθ’ Ὅμηρ., μετ’ αἰτιατ. προσώπου, βάλλω, πλήττω διὰ τοῦ ἀκοντίου, ἢ [[ἁπλῶς]] [[σκοπεύω]] [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. petere, ἀκ. τὸν σῦν, Ἡρόδ. 1.43, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]] παθητ., πλήττομαι ἢ τραυματίζομαι δι’ ἀκοντίου, Εὐρ. Βάκχ. 1098, Ἀντιφῶν 120, τελευτ., Ξεν. 3) ἀκ. ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμόν, βάλλειν ἑαυτάς, ῥίπτειν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱσ. 8.12, 4. [[ἀναβαίνω]] φεγγοβολῶν, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης σελήνης, Εὐρ, Ἴων 1155. - ὡς μέσ., [[ἀπαστράπτω]], Ἀριστ. Κόσμ. 2.11. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁρμῶ ἢ διαπερῶ, [[εἴσω]] γῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1241.
}}
}}