Anonymous

ἀκοντίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ([[ἄκων]]) = [[ῥίπτω]] [[ἀκόντιον]] ἢ ἀπολύτ. = [[ῥίπτω]] [[ταχέως]], βάλλω: τινός, [[ἐναντίον]] τινὸς (πρβλ. [[στοχάζομαι]]), Αἴαντος... ἀκόντισε [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ, Ἰλ. Ξ. 402, πρβλ. Θ. 118· [[ὡσαύτως]], [[Αἴας]]... ἐφ’ Ἕκτορι... ἵετ’ ἀκοντίσσαι, Π. 359· ἀκ. ἐς ἢ καθ’ ὅμιλον. Ὀδ. Χ. 263, Ἰλ. Δ. 490: - τὸ [[ὅπλον]] κατὰ τὸ πλεῖστον τίθεται κατὰ δοτ. ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί, ὥρμησε μὲ τὸ [[δόρυ]] του, ἔρριψε μεθ’ ὁρμῆς τὸ [[δόρυ]], Ἰλ. Ε. 533· ἀκ. δουρὶ φαεινῷ, [[αὐτόθι]] 611 καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] κατ’ αἰτιατ. ἀκόντισαν [[ὀξέα]] δοῦρα, ἠκόντισαν τὰ [[ὀξέα]] δόρατα, Ὀδ. Χ. 265· ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν, Ἰλ. Μ. 44, πρβλ. Ξ. 422, Πινδ. Ι.1. 33: - μεταχειρίζομαι τὸ [[ἀκόντιον]], τοξεύειν καὶ ἀκ., Ἡρόδ. 4.114· ἀκ. ἀπὸ τῶν ἵππων [[ὀρθός]], Πλάτ. Μένων 33D. 2) μεθ’ Ὅμηρ., μετ’ αἰτιατ. προσώπου, βάλλω, πλήττω διὰ τοῦ ἀκοντίου, ἢ [[ἁπλῶς]] [[σκοπεύω]] [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. petere, ἀκ. τὸν σῦν, Ἡρόδ. 1.43, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]] παθητ., πλήττομαι ἢ τραυματίζομαι δι’ ἀκοντίου, Εὐρ. Βάκχ. 1098, Ἀντιφῶν 120, τελευτ., Ξεν. 3) ἀκ. ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμόν, βάλλειν ἑαυτάς, ῥίπτειν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱσ. 8.12, 4. [[ἀναβαίνω]] φεγγοβολῶν, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης σελήνης, Εὐρ, Ἴων 1155. - ὡς μέσ., [[ἀπαστράπτω]], Ἀριστ. Κόσμ. 2.11. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁρμῶ ἢ διαπερῶ, [[εἴσω]] γῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1241.
|lstext='''ἀκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ([[ἄκων]]) = [[ῥίπτω]] [[ἀκόντιον]] ἢ ἀπολύτ. = [[ῥίπτω]] [[ταχέως]], βάλλω: τινός, [[ἐναντίον]] τινὸς (πρβλ. [[στοχάζομαι]]), Αἴαντος... ἀκόντισε [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ, Ἰλ. Ξ. 402, πρβλ. Θ. 118· [[ὡσαύτως]], [[Αἴας]]... ἐφ’ Ἕκτορι... ἵετ’ ἀκοντίσσαι, Π. 359· ἀκ. ἐς ἢ καθ’ ὅμιλον. Ὀδ. Χ. 263, Ἰλ. Δ. 490: - τὸ [[ὅπλον]] κατὰ τὸ πλεῖστον τίθεται κατὰ δοτ. ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί, ὥρμησε μὲ τὸ [[δόρυ]] του, ἔρριψε μεθ’ ὁρμῆς τὸ [[δόρυ]], Ἰλ. Ε. 533· ἀκ. δουρὶ φαεινῷ, [[αὐτόθι]] 611 καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] κατ’ αἰτιατ. ἀκόντισαν [[ὀξέα]] δοῦρα, ἠκόντισαν τὰ [[ὀξέα]] δόρατα, Ὀδ. Χ. 265· ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν, Ἰλ. Μ. 44, πρβλ. Ξ. 422, Πινδ. Ι.1. 33: - μεταχειρίζομαι τὸ [[ἀκόντιον]], τοξεύειν καὶ ἀκ., Ἡρόδ. 4.114· ἀκ. ἀπὸ τῶν ἵππων [[ὀρθός]], Πλάτ. Μένων 33D. 2) μεθ’ Ὅμηρ., μετ’ αἰτιατ. προσώπου, βάλλω, πλήττω διὰ τοῦ ἀκοντίου, ἢ [[ἁπλῶς]] [[σκοπεύω]] [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. petere, ἀκ. τὸν σῦν, Ἡρόδ. 1.43, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]] παθητ., πλήττομαι ἢ τραυματίζομαι δι’ ἀκοντίου, Εὐρ. Βάκχ. 1098, Ἀντιφῶν 120, τελευτ., Ξεν. 3) ἀκ. ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμόν, βάλλειν ἑαυτάς, ῥίπτειν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱσ. 8.12, 4. [[ἀναβαίνω]] φεγγοβολῶν, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης σελήνης, Εὐρ, Ἴων 1155. - ὡς μέσ., [[ἀπαστράπτω]], Ἀριστ. Κόσμ. 2.11. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁρμῶ ἢ διαπερῶ, [[εἴσω]] γῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1241.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠκόντιζον, <i>f.</i> ἀκοντιῶ, <i>ao.</i> ἠκόντισα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> lancer un javelot sur, gén., acc. <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι <i>ou</i> [[ἐς]] et l’acc. ; ἀκοντίζειν [[δουρί]] IL frapper d’une javeline ; <i>ou</i> ἀκοντίζειν [[δοῦρα]] OD <i>ou</i> αἰχμάς IL lancer des javelines;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’élancer, pénétrer comme un trait.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]¹.
}}
}}